Ο Μεράμπ χορεύει από μικρή ηλικία στην Εθνική Ακαδημία Χορού της Γεωργίας και μαζί με την παρτενέρ του, Μαίρη, είναι πολύ κοντά στο να πάρουν την πολυπόθητη θέση στην Εθνική Ομάδα Χορού. Όλα όμως ανατρέπονται όταν μπαίνει στη ζωή τους ο χαρισματικός και ιδιόρρυθμος Ηρακλί.

 

Η οπτική ιχνηλάτηση των χαρακτήρων και των καταστάσεων από την πλευρά του Ακίν είναι ανώτερη ενός σεναρίου που δεν αποφεύγει τα κλισέ.

Στην τρίτη του ταινία, που παρουσιάστηκε στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών στις Κάννες, ο Λεβάν Ακίν, Σουηδός με καταγωγή από τη Γεωργία, χτίζει μια ανταγωνιστική δυναμική ανάμεσα σε δύο νέους άντρες με εμφανείς διαφορές κι ένα λανθάνον ερωτικό κρυφτό, ώσπου δημιουργείται μια άνιση σχέση: ενώ στον Ιρακλί προκύπτει η έλξη, ο Μεράμπ κατακλύζεται από επιθυμία, αναστατώνεται εκ βάθρων, αλλάζει διάθεση και στόχους, ερωτεύεται και εν μέρει απελευθερώνεται ‒ μεγάλη κουβέντα για έναν νέο σε ελεγχόμενη σύγχυση, ο οποίος νοιάζεται για την τελειότητα στην τέχνη του και την ισορροπία στην οικογένειά του, αλλά δεν μπορεί να αποκαλύψει τον πραγματικό του εαυτό ούτε στον απερίσκεπτο αδελφό του ούτε καν στην καλύτερή του φίλη, η οποία δεν υποψιάζεται αρχικά τι του συμβαίνει.

 

Η οπτική ιχνηλάτηση των χαρακτήρων και των καταστάσεων από την πλευρά του Ακίν είναι ανώτερη ενός σεναρίου που δεν αποφεύγει τα κλισέ. Καταρχάς, αντιμετωπίζει τη σχολή χορού ως εκκλησία ή κατηχητικό ανωτάτου επιπέδου, με αυστηρούς κανόνες, δεδομένες κινήσεις και έναν χορογράφο που συμπεριφέρεται σαν αρχιερέας-αφέντης, αποθαρρύνοντας με φοβέρες οποιονδήποτε παραβαίνει το άμωμο, παρθενικό πνεύμα του γεωργιανού κλασικού χορού που διδάσκεται.

 

Όπως οι παλιοί Σοβιετικοί χορευτές, αλλά χωρίς το κίνητρο της αυτομόλησης στη Δύση, ο Μεράμπ παλεύει για το άπιαστο, δηλαδή να ικανοποιήσει του δασκάλους του με ένα στυλ αταίριαστο κι ένα οικογενειακό background μάλλον αντιπαθές στη διεύθυνση. Επιπλέον, καταγράφει το πορτρέτο ενός χαρισματικού άνδρα που αποδίδεται εξαίσια από έναν χαρισματικό ερμηνευτή, τον Λεβάν Γκεμπαλχιάνι, ο οποίος κρατά την ιστορία με την εκφραστικότητά του και μαγεύει με την ποικιλία και την άνεση των χορευτικών του κινήσεων.

 

Αν και η ταινία εμπίπτει εύκολα στην κατηγορία του γκέι δραματικού ρομάντσου, είναι κάτι περισσότερο από την ενηλικίωση ενός καταπιεσμένου νέου σε ένα κλισέ, ασφυκτικό περιβάλλον, δηλαδή το flip-side της ανοιχτόμυαλης, ηλιόλουστης «κοινωνίας» που έδωσε φτερά στον έρωτα του «Να με φωνάζεις με το όνομά σου». Προσκαλεί (και προκαλεί) τον προβληματισμό για την εσφαλμένη ταύτιση της παράδοσης με τη συντήρηση. «Ο γεωργιανός χορός δεν πρέπει να είναι τέλειος» συμβουλεύει ο επίτιμος πρόεδρος της Ακαδημίας τον Μεράμπ, βλέποντας σε αυτόν μια απειλή.

 

Στο εντυπωσιακό φινάλε, ο συνειδητοποιημένος Μεράμπ δείχνει τον δρόμο, και την πόρτα εξόδου, σε μια διαφορετική πρόταση για το πώς θα φορέσει το ρούχο της ζωής του, δίνοντας με έμφαση το στίγμα ‒ και τα ρέστα του.