Δεύτερο στη σειρά αριστούργημα του Πολ Τόμας Άντερσον, το συναρπαστικό Master είναι ένα σκληρό και εσωστρεφές, στοχαστικό και εντυπωσιακά γυρισμένο σε μεγαλειώδες φορμάτ 70 μμ, όπου το μάτι του θεατή καλείται να περιπλανηθεί σε ένα τοπίο προσώπων και χώρων, ταξιδεύοντας από τη βασανισμένη ψυχή του Φρέντι Σάτον στο κατακτητικό πνεύμα του Λάνκαστερ Ντοντ.

 

Σπάραγμα του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, ο Σάτον είναι στενός «συγγενής» του στρατιώτη Ρόμπερτ Προύιτ από το Όσο υπάρχουν άνθρωποι, από το μυθιστόρημα του Τζέιμς Τζόουνς που αργότερα γύρισε ο Φρεντ Ζίνεμαν (ο Μοντγκόμερι Κλιφτ σε πλήρη σύγχυση, ασυμβίβαστος, εριστικός και καταρρακωμένος από την πίεση και τα διλήμματα), και του Τομ Τζόουντ (διά χειρός Τζον Στάινμπεκ και κάμερας Τζον Φορντ, με τον Χένρι Φόντα), του φτωχόπαιδου που βίωσε το κραχ και μετακόμισε από την Οκλαχόμα στην Καλιφόρνια για να αναζητήσει μια καλύτερη ζωή αλλά και τα ιδανικά του ουμανισμού και της ηθικής ακεραιότητας. Ο Φρέντι είναι ένα χαμένο κορμί, ένας βαθύτατα τραυματισμένος άνδρας σε αναζήτηση ταυτότητας, flaneur και σχεδόν μανιοκαταθλιπτικός, που δεν στεριώνει πουθενά και με κανέναν.

 

Η ωραιότερη σεκάνς της ταινίας είναι όταν δουλεύει προσωρινά σε ένα πολυκατάστημα, στήνει μια πόζα με μουσικό φόντο το «Get thee behind me satan» της Έλα Φιτζέραλντ, τα σπάει και εγκαταλείπει τη δουλειά του άρον-άρον, για να μεταφερθεί, σαν σε όνειρο, στο Σαν Φρανσίσκο και να βρει καταφύγιο στο πλοιάριο του Ντοντ, το άνδρο του ανθρώπου που έμελλε να γίνει ο Σωτήρας και ο Σατανάς του. Η σχέση των δύο ανδρών, εφάμιλλη αυτής του Ντάνιελ Ντέι Λιούις με τον γιο του στο Θα χυθεί αίμα, είναι ακόμα μία μονομαχία με έναν σταθερό πόλο, τον Ντοντ, που έχει δημιουργήσει μια σέκτα ανάλογη με τη Σαϊεντολογία (που εξετάζεται ουσιαστικά και αφαιρετικά, φωτογραφικά και συμβολικά, αλλά όχι κυριολεκτικά), και τη μεταβλητή εξίσωση του Φρέντι, ο οποίος σαν τον υδράργυρο ξεγλιστράει, ακολουθώντας τους δαίμονές του, εκεί που ο Ντοντ νομίζει πως τον έχει καλουπώσει.

 

Το στοίχημα για τον ιδρυτή της αίρεσης είναι να κερδίσει την υποταγή του αγριμιού, προφανώς γιατί στο πρόσωπο του Φρέντι βλέπει τον εαυτό του: δεν είναι απίθανο αυτοί οι δύο να αποτελούν το ίδιο νόμισμα στις δύο του όψεις, την άγρια, τρελή πλευρά της Αμερικής που συνερχόταν από έναν περίεργο γι’ αυτήν πόλεμο (καθώς οι φαντάροι υπηρέτησαν ή σκοτώθηκαν εκτός συνόρων και στη συνέχεια επέστρεψαν χωρίς πλάνο στην αλλαγμένη πατρίδα), την εποχή που δεν υπήρχαν ψυχίατροι και σύμβουλοι επαγγελματικού προσανατολισμού, παρά αυτοσχέδιοι businessmen που πουλούσαν θεωρίες σαν πραμάτεια και όνειρα με κερασάκι την ελπίδα.

 

Μετά την πρώτη μύηση, με ένα κομπογιαννίτικο τεστ που μένει στη μνήμη ως πινγκ-πονγκ μεγάλων ηθοποιών εν δράσει, ο Λάνκαστερ Ντοντ δεν αναπτύσσεται δραματικά, παραμένοντας δραματουργικά σταθερός στις απόψεις του, μια πανέξυπνη εκδοχή του σαιξπηρικού Πουκ από το Όνειρο Θερινής Νυκτός που εξαπατά με κόλπα τους εύπιστους και προσπαθεί να μπερδέψει τον Νικ Μπότομ, δηλαδή τον Φρέντι στην προκείμενη περίπτωση.

 

Και ενώ ο Φίλιπ Σίμορ Χόφμαν κάνει εξαιρετική δουλειά στον ρόλο του Λάνκαστερ Ντοντ (βράχος, πονηρός, ένας υπερφυσικός μπέμπης που θα κάνει τα πάντα για να κερδίσει ψήφους και να αποκτήσει δύναμη ηγέτη), ο Χοακίν Φίνιξ είναι μια συνεχής έκπληξη, μια παλίρροια συναισθημάτων και αντικρουόμενων αποφάσεων, το απρόβλεπτο υπογάστριο μιας Αμερικής που σύντομα θα υποκύψει στους αμφισβητούμενους Μεσσίες/διαφημιστές της.

 

Το Βραβείο Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Βενετίας μοιράστηκε στους δυο τους, αλλά η ταινία ανήκει στο πεισματάρικο όραμα του Άντερσον, ενός σκηνοθέτη που, αν πρέπει να τον κατηγορήσουμε για δύο πράγματα, αυτά είναι η εμμονή του στις ανελέητες μονομαχίες ανδρών με τεράστιες αδυναμίες και χτυπητά λάθη και η υπερβολική του αγάπη στα πλάνα και την προβληματική του Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Από την άλλη, αυτά θα μπορούσαν να λογιστούν και ως υπέρτατα προτερήματα.