Από τις αρχές του έτους έχουμε δει στις εγχώριες αίθουσες να προκύπτουν θρίλερ μέσα από τις απαιτήσεις της πιο πολυσύχναστης μέρας του χρόνου σε ένα εστιατόριο στο Boiling Point, μέσα από το εργασιακό άγχος και την καθημερινή οδύσσεια μιας εργαζόμενης μητέρας στο Full Time αλλά και μέσα από τις προσπάθειες μιας νεαρής φοιτήτριας να κάνει έκτρωση στη Γαλλία των ’60s στο L’Evenement ‒ μια αγωνία που, δυστυχώς, βλέπουμε να επανέρχεται σε μερικά μέρη του δυτικού κόσμου. Δεν πρόκειται, φυσικά, για αισθητικό ρεύμα, συνιστά όμως ένα κινηματογραφικό trend. Για να γεννήσουν σασπένς, οι κινηματογραφιστές δεν στρέφονται στη φαντασία τους, αντίθετα βρίσκουν το «είδος» σε καθημερινά προβλήματα και καταστάσεις. «Δοκιμάζουν» έτσι τους προγραμματιστές των φεστιβάλ, οι οποίοι καμιά φορά λειτουργούν στον αυτόματο και ίσως να βρίσκουν πολύ «εμπορικά» σχετικά εγχειρήματα, αλλά και μερίδα της κριτικής που έχει στο μυαλό της ένα συγκεκριμένο πλαίσιο για το ποιες ταινίες θα έπρεπε να παίζονται σε ένα φεστιβάλ και ποιες όχι. Από την άλλη, αποτελούν βάλσαμο τόσο για τους θαμώνες των φεστιβάλ όσο και για την άλλη μερίδα της κριτικής, που ώρες ώρες νιώθει ότι ζει τη Μέρα της Μαρμότας και βλέπει το ίδιο έργο κοινωνικού ρεαλισμού σε λούπα.

 

Ο Τυφλός άνδρας που δεν ήθελε να δει τον Τιτανικό ανήκει σε αυτήν τη φιλμική συνομοταξία. Με ήρωα έναν πάσχοντα από σκλήρυνση κατά πλάκας που έχει χάσει την όρασή του και βρίσκεται σε αναπηρικό αμαξίδιο, ο Φινλανδός Τέεμου Νίκι στήνει μια θριλερική αφήγηση που προκύπτει από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο χαρακτήρας λόγω της πάθησής του, χωρίς ποτέ να πέφτει στην παγίδα του exploitation. Θα μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει gimmick το εύρημα που θέλει τον χαρακτήρα ευκρινή σε πρώτο πλάνο και το υπόλοιπο κάδρο φλουταρισμένο, αλλά ο Νίκι το αξιοποιεί προς όφελος τους σασπένς, τοποθετώντας π.χ. την απειλή στο φλουταρισμένο μέρος του κάδρου, ενώ ταυτόχρονα δίνει την αίσθηση μιας προσομοίωσης. Μέσα από την απόφαση του ήρωα να πάει να συναντήσει την αγαπημένη του, που ζει σε άλλη πόλη, για να παρακολουθήσουν μαζί ταινίες, η οποία για τους μη ανάπηρους θα αποτελούσε μια απλή μετακίνηση, μα γι’ αυτόν είναι σωστή σταυροφορία, ο μη ανάπηρος θεατής μπαίνει στη θέση του ήρωα και κατ’ επέκταση ενός ατόμου με αναπηρία. Φυτεύεται μέσα του ο σπόρος μιας ευαισθησίας που μόνο μέσω του βιώματος μπορεί να προκύψει, ο οποίος δυνητικά θα ανθήσει την επόμενη φορά που θα συναντήσει ΑμεΑ στον δρόμο του – για να αναφέρουμε κάτι απλό. Κι ο ΑμεΑ θεατής θα δει στο πανί μια ιστορία όπου έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο όχι ως αντικείμενο συμπόνιας και οίκτου, αλλά ως ενεργός ήρωας.

 

Όλα αυτά μέσω μιας καλογυρισμένης και καλογραμμένης ιστορίας με αρχή, μέση και ένα ιδιαίτερα συγκινητικό τέλος, δηλαδή μέσω του σινεμά, μιας τέχνης που απευθύνεται σε όλους, μας βοηθά να ζήσουμε ζωές που δεν μπορέσαμε να ζήσουμε, μας συστήνει πέντε πράγματα παραπάνω για τον κόσμο γύρω μας και μας κάνει καλύτερους ανθρώπους. Ή τουλάχιστον έτσι θέλουν να ελπίζουν όσοι την υπηρετούν, τόσο από τη θέση του δημιουργού όσο και από εκείνη του (επαγγελματία) θεατή.