Ο λόγος που η Π.Λ. Τράβερς αρνoύνταν επί 20 χρόνια να παραχωρήσει τα δικαιώματα των παιδικών της ιστοριών με ηρωίδα τη Μαίρη Πόπινς στον Γουόλτ Ντίσνεϊ ήταν η βάσιμη υποψία της πως η μαγική νταντά που έπλασε στον Μεσοπόλεμο θα ζαχάρωνε επικίνδυνα. Όταν, δε, ενεπλάκη στην παραγωγή, αφού με τα πολλά ενέδωσε, και είδε πως η ταινία πήγαινε για μιούζικαλ, και δη κινουμένων σχεδίων, απογοητεύτηκε οικτρά, αλλά δεν κατάφερε να σταματήσει τα φιλόδοξα σχέδια του θείου Γουόλτ.

 

Στον πρωταγωνιστικό ρόλο που όρισε απολύτως η Τζούλι Άντριους η Έμιλι Μπλαντ παραμένει η αξιαγάπητη, αυστηρή, πεισματάρα, κοκέτα γεροντοκόρη νταντά των παιδιών των παιδιών Μπανκς που φρόντισε στην παιδική τους ηλικία

 

Η ταινία του 1964 έγινε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες όλων των εποχών, η συγγραφέας ομολόγησε αργότερα πως ήταν καλή και glamorous, αλλά έβαλε όρο στη διαθήκη της να μην ανακατευτεί κανείς από το πρωτότυπο φιλμ, και ειδικά οι συνθέτες των τραγουδιών και της μουσικής, αδελφοί Σέρμαν, σε περίπτωση που υπήρχε συνέχεια.

 

Αν ζούσε σήμερα κι έβλεπε τη Μαίρη Πόπινς (να) Επιστρέφει, μάλλον δεν θα πετούσε από χαρά, αλλά δεν θα έπαιρνε κι άλλη κρυάδα: η εκδοχή του Ρομπ Μάρσαλ είναι ένας από τους πιστότερους φόρους τιμής που έχουμε δει στο σινεμά, αν και, ανάμεσα στις γραμμές, τους χορούς και τα τραγούδια, ο σκηνοθέτης του Σικάγο αποκαθιστά εν μέρει τη σκληρή ψυχή του στόρι, αφαιρώντας με τρόπο τον λιγωτικό «ντισνεϊσμό».

 

Στον πρωταγωνιστικό ρόλο που όρισε απολύτως η Τζούλι Άντριους η Έμιλι Μπλαντ παραμένει η αξιαγάπητη, αυστηρή, πεισματάρα, κοκέτα γεροντοκόρη νταντά των παιδιών των παιδιών Μπανκς που φρόντισε στην παιδική τους ηλικία, αλλά ο τρόπος που κοιτάζει λοξά όταν εκείνα δεν την κοιτάζουν, μελαγχολικός και συγκρατημένα απαισιόδοξος, σαν να γνωρίζει εκ των προτέρων πως θα έρθουν ακόμα πιο δύσκολες μέρες, τολμώ να πω ότι φτάνει και μερικές στιγμές ξεπερνάει την ακαταμάχητη πειθαρχία της βραβευμένης με Όσκαρ Άντριους.

 

Στη μεγάλη μουσικοχορευτική σεκάνς του music hall, η Μπλαντ, αναμφισβήτητα πιο αβίαστα σέξι από την προκάτοχό της, δείχνει τσαχπινιά αρτίστας και φυσικότητα στην κίνηση και στην έκφραση, στο πιο μαστόρικο act της ταινίας. Με τα τραγούδια των Σέρμαν να απουσιάζουν από το σάουντρακ, ο Μαρκ Σάιμαν, μαζί με τον μόνιμο στιχουργό του Σκοτ Γουίτμαν, ύφαναν μια ταπετσαρία ακριβώς στο ύφος του πρωτοτύπου, με γνώση και τεχνική, χωρίς να επαναλαμβάνουν ένα Chim Chim Cher-ee, αλλά με δύο τραγούδια-νούμερα, το «Τhe Place where lost things go» και το «Trip a little light fantastic», να είναι υπέροχα instant classics.

 

Η εκδοχή του Ρομπ Μάρσαλ είναι ένας από τους πιστότερους φόρους τιμής που έχουμε δει στο σινεμά, αν και, ανάμεσα στις γραμμές, τους χορούς και τα τραγούδια, ο σκηνοθέτης του Σικάγο αποκαθιστά εν μέρει τη σκληρή ψυχή του στόρι, αφαιρώντας με τρόπο τον λιγωτικό «ντισνεϊσμό».

Στο κομμάτι του φινάλε που τραγουδάει η θρυλική Άντζελα Λάνσμπερι χρησιμοποιούν αδιόρατα δείγματα από το «Spoonful of sugar» και το «Fly a kite». Εκτός από τη Λάνσμπερι σε έναν ρόλο που ενδεχομένως προοριζόταν για την Άντριους (αρνήθηκε να κάνει cameo, παραδίδοντας διακριτικά τη σκυτάλη στην Μπλαντ), εμφανίζεται ο πάλαι ποτέ καπνοκαθαριστής Μπερτ, Ντικ βαν Ντάικ, κοτσονάτος στα 93 του χρόνια, σε ρόλο τραπεζίτη.

 

Τις καπνοδόχους αντικαθιστούν οι τυπικές λονδρέζικες λάμπες και ο Λιν Μανουέλ Μιράντα (που απογείωσε το αμερικανικό μουσικό θέατρο με το Hamilton) είναι πλέον ο φανοκόρος δίπλα στην Πόπινς. Ο Μιράντα αντεπεξέρχεται αξιοπρεπώς, αλλά δεν λάμπει, ίσως γιατί δεσμεύεται από την επιτηδευμένη ψευτο-κόκνεϊ προφορά του και την έλλειψη κορυφώσεων στην προσχηματική διαδρομή του χαρακτήρα του.

 

Η εικαστική δουλειά υποστηρίζει την αμετανόητα παλιομοδίτικη υφή της ταινίας: από τους τίτλους αρχής, με τους ζωγραφικούς πίνακες με πηγή έμπνευσης από θέματα του φιλμ, μέχρι την παραδοσιακή τεχνική του «κεντημένου» στο χέρι κινουμένου σχεδίου (ειδικευμένοι animators επιστρατεύθηκαν για την περίσταση), το όλο εγχείρημα δίνει ενέργεια σε ένα εικαστικό σύμπαν που ανήκει στο παρελθόν.

 

Το Λονδίνο της νέας πλοκής μπορεί να διανύει τη ζοφερή περίοδο της μεγάλης ύφεσης, αλλά παραπέμπει και πάλι στην εδουαρδιανή Αγγλία των αρχών του αιώνα, όπως ακριβώς είχε συμβεί και στο πρωτότυπο φιλμ. Είναι άδικο να χαρακτηριστεί η Επιστροφή της Μαίρη Πόπινς ένα άψυχο, επαγγελματικό πρότζεκτ, γιατί απέχει μακράν από το να είναι άψυχη επανάληψη. Είμαι μια ταινία γεμάτη αγάπη και σεβασμό, χωρίς ωστόσο να γυρίζει σελίδα με έξυπνο elan.