Η Έλσα (Μαργκερίτα Βούι) και ο Μικέλε (Αντόνιο Αλμπανέζε) είναι ένα ευκατάστατο ζευγάρι που χαίρει κοινωνικής εκτίμησης. Έχουν μια κόρη είκοσι χρόνων και μια κανονική ζωή, η οποία επιτρέπει στην Έλσα να αφήσει την καλά αμειβόμενη δουλειά της για να πραγματοποιήσει το όνειρο της ζωής της: να επιστρέψει στα πανεπιστημιακά «θρανία» και να πάρει το πτυχίο της στην Ιστορία της Τέχνης. Όμως, αυτή ακριβώς την υπέροχη στιγμή, ολόκληρος ο κόσμος τους γυρίζει ανάποδα και, πριν καν να το καταλάβουν, έχουν πιάσει πάτο. Ο Μικέλε αναγκάζεται να της ομολογήσει πως εδώ και δυο μήνες έχει απολυθεί από την επιχείρηση την οποία πριν αρκετά χρόνια ίδρυσε ο ίδιος. Το σπίτι τους βγαίνει στο σφυρί, ώστε να εξοφλήσουν τα χρέη που ο σχεδόν ανύπαρκτος πια τραπεζικός τους λογαριασμός αδυνατεί να καλύψει.

Χωρίς να επαναστατεί σκηνοθετικά, ο Σολντίνι, πιο μεστός από το Ψωμί και Τουλίπες, γίνεται πιο καίριος και απόλυτα σύγχρονος. Δεν ξεχνά το δραματικό υπόβαθρο της ιστορίας του: η Έλσα και ο Μικέλε δεν είναι απλά ένα ζευγάρι στα 50 που βλέπει την οικονομική του κατάσταση να έρχεται τούμπα, αλλά δυο σκεπτόμενοι άνθρωποι που ποτέ δεν σκέφτηκαν σοβαρά το ενδεχόμενο τη «χρεοκοπίας». Ανήκουν σε μια γενιά που επέμενε να τοποθετεί τα ιδανικά πάνω από τα χρήματα, αλλά βολεύτηκαν στη μεσαία τους άνεση και πίστεψαν πως θα διαρκούσε αιώνια. Η Έλσα πήρε μια μεγάλη άδεια για να κάνει το διδακτορικό της και στο μεταξύ, ο σύζυγός της αρνήθηκε να ελιχθεί στην εταιρεία που ο ίδιος έστησε, με αποτέλεσμα να τη χάσει με συνοπτικές διαδικασίες της ελεύθερης αγοράς. Παλιομοδίτικο αρσενικό, μπερδεμένο και ευγενές, ο Μικέλε δεν προειδοποίησε την Έλσα και την κόρη του για να μην τις ανησυχήσει, νομίζοντας πως ελέγχει την κατάσταση. Η αποκάλυψη και η αποδοχή τον γεμίζει ανασφάλεια. Το ζευγάρι περνάει κατάθλιψη, κρίση και τεστ. Αλλάζει συνήθειες, ως και φίλους. Συμβαίνουν αυτά, και τώρα τελευταία, η ανασφάλεια έχει γίνει κανόνας. Ο Μικέλε πρέπει να ξεπεράσει την απάθεια που λειτουργεί ως δικλείδα ασφαλείας και η Έλσα ενεργοποιείται, από ανάγκη, τύψεις και χαρακτήρα. Ο εφιάλτης τους μου φάνηκε πολύ κοντινός και οικείος.

Ομολογώ πως μπήκα αυτόματα στη θέση δυο ανθρώπων που αναγκάζονται να επανεξετάσουν τη σχέση και τη θέση τους, ανεξάρτητα από αποστάσεις και επαγγέλματα. Είναι τρομερό και βουβό αυτό που παθαίνουν, μια αστική πανωλεθρία που (κανείς μας) δεν έχει προβλέψει, αλλά βρίσκεται διεθνώς προ των πυλών, και η ταινία την επισημαίνει χωρίς τυμπανοκρουσίες αλλά με μια σταθερή, γοργή ανάπτυξη που φαντάζει σαν απτό θρίλερ. Ο Σολντίνι έχει επιλέξει τη λιτή απεικόνιση. Καμιά σκηνή του δεν μοιάζει περιττή. Η Βούι πήρε τα βραβεία και τις κριτικές, δικαίως, αλλά προσωπικά ταυτίστηκα με το θαυμάσιο παίξιμο του Αλμπανέζε, ενός αυθεντικού παλιάτσου του ιταλικού σινεμά, ο οποίος εδώ κάνει στροφή 180 μοιρών και δίνει δραματική υπόσταση σε έναν απελπισμένο, με τα ξεσπάσματα του θυμού και τη συναισθηματική του λογική να επικρατούν έναντι του χάους στο οποίο έχει οδηγηθεί - ένα πορτρέτο του 21ου αιώνα.