«ΑΓΑΠΗΤΕ ΔΙΕΥΘΥΝΤΑ, το περιοδικό σας με αηδιάζει. Δεν είναι δυνατόν ένα τόσο ηλίθιο άτομο όπως εσείς να διευθύνει ένα έντυπο που θα έπρεπε να είναι αποκλειστικά αφιερωμένο στην τέχνη. Το γεγονός ότι βρίσκομαι στην προτελευταία θέση της κατάταξης των σημαντικότερων Ιταλών καλλιτεχνών των τελευταίων πενήντα χρόνων με έχει πραγματικά ενοχλήσει. Μπορείτε να βάλετε την κατάταξή σας στον κώλο σας. Αντίο», Oliviero Toscani
Ήταν ήδη 1 το πρωί, το κυρίως πρόγραμμα της βραδιάς του φεστιβάλ Beyond Borders 2025 είχε ολοκληρωθεί, όλοι ήμασταν μουδιασμένοι λόγω ενός ντοκιμαντέρ για τη μαζική δολοφονία μεταναστών δεύτερης γενιάς στη Γερμανία από έναν ναζιστή, και αυτό που βλέπαμε στην οθόνη, ακριβώς δίπλα από το σημείο όπου αράζει το αντιτορπιλικό του Πολεμικού Ναυτικού στο Καστελόριζο, μας έκανε να αλλάξουμε τελείως διάθεση. Αυτό που θα παρακολουθούσαμε την επόμενη μία ώρα ήταν το πλέον απρόσμενο και ξεκαρδιστικό ντοκιμαντέρ. Η «Συνωμοσία των Τιράνων» του Manfredi Lucibello μάς μετέφερε 24 χρόνια πριν για να μας αποκαλύψει ένα απίστευτο όσο και τραγελαφικό γεγονός που συνέβη κατά τη διοργάνωση της 1ης Μπιενάλε των Τιράνων το 2001, η οποία άνοιξε τις πύλες της στις 14 Σεπτέμβρη, δηλαδή τρεις μόλις ημέρες μετά την επίθεση της Αλ Κάιντα και του Μπιν Λάντεν στους Δίδυμους Πύργους στη Νέα Υόρκη.
Ο φυσικός αυτουργός της «συνωμοσίας» δεν ήταν άλλος από τον «εξτρεμιστή» εικαστικό Marco Lavagetto. Ήθελε να εκδικηθεί για την τελευταία θέση στο Flash Art; Όχι βέβαια! Ήθελε να ξεμπροστιάσει την υποκρισία και την ελαφρότητα του κόσμου της σύγχρονης τέχνης; Ίσως, γιατί όχι; Πάντα του άρεσε να προκαλεί.
Ο Giancarlo Politi, διευθυντής της ιταλικής έκδοσης του περιοδικού «Flash Art», αντάλλασσε για μήνες υβριστικά μέιλ με τον διάσημο φωτογράφο Oliviero Toscani, γνωστό διεθνώς χάρη στις προκλητικές διαφημιστικές καμπάνιες της Benetton. Μέχρι που στο τέλος τα βρήκαν μεταξύ τους και άρχισαν τις φιλοφρονήσεις. Ο Politi εκείνο το διάστημα είχε διοριστεί καλλιτεχνικός διευθυντής της Μπιενάλε των Τιράνων, της πρώτης που διοργανωνόταν στην Αλβανία, η οποία είχε βγει πρόσφατα από το σκοτάδι μισού αιώνα ακραίας κομμουνιστικής δικτατορίας. Χρήματα δεν υπήρχαν, αλλά υπήρχε πολλή ενέργεια και αισιοδοξία, και ο Politi, ως ένδειξη συμφιλίωσης, πρότεινε στον Toscani να επιμεληθεί ένα τμήμα της Μπιενάλε. Ο φωτογράφος και δημιουργός του εμβληματικού περιοδικού «Colors» πρότεινε με τη σειρά του τέσσερις πρωτοποριακούς καλλιτέχνες, κατά τη γνώμη του σπάνια ταλέντα βγαλμένα από το «μεγαλύτερο μουσείο του κόσμου, τον δρόμο», όπως λέει στο ντοκιμαντέρ όπου εμφανίζεται και μιλάει: την Bola Ecua, τον Hamid Piccardo, τον Carmelo Gavotta και τον Dimitri Bioy.
Όλοι τους ήταν παντελώς άγνωστοι στο ευρύτερο κοινό αλλά και στη διεθνή εικαστική σκηνή. Καθώς ο Toscani ήταν γνωστός για τις παραδοξότητες και την αλλόκοτη αισθητική του, τόσο ο Politi όσο και ο Έντι Ράμα, υπουργός Πολιτισμού της Αλβανίας μέχρι το 2000 και δήμαρχος των Τιράνων εκείνη την εποχή, δέχτηκαν την πρόταση με ενθουσιασμό. Οι τέσσερις επιλογές ήταν όντως παράδοξες. Το έργο του Carmelo Gavotta, φωτογράφου της ιταλικής αβανγκάρντ, άγγιζε τα όρια της πορνογραφίας∙ ο επίσης φωτογράφος, Σλάβος Dimitri Bioy, αποτύπωνε στη δουλειά του εικόνες παιδοφιλίας όντας ο ίδιος παιδόφιλος∙ η Νιγηριανή Bola Ecua, ο «Άντι Γουόρχολ της Αφρικής» όπως την αποκαλεί ο Toscani, ήταν ακτιβίστρια και επικηρυγμένη από την κυβέρνηση της χώρας της, ενώ ο Άραβας Hamid Piccardo ήταν ο προσωπικός φωτογράφος του Μπιν Λάντεν και ο μόνος που εμπιστευόταν ο θρυλικός αρχηγός της Αλ Κάιντα. Καμία έκπληξη για μια πρόταση με τη σφραγίδα του Oliviero Toscani, του πιο προβοκάτορα διαφημιστή της εποχής του. Οι τρεις θεματικές στις οποίες επικεντρώνονταν οι καλλιτέχνες του ήταν η παιδοφιλία, η τρομοκρατία και, όπως αποκαλούσαμε ακόμα τότε, το 2001, τις αναπτυσσόμενες χώρες, ο τρίτος κόσμος. Για τη διεθνή κοινότητα της σύγχρονης τέχνης αποτελούσαν τρεις ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες περιπτώσεις, κι ας μην γνώριζαν τους καλλιτέχνες. Ευκαιρία να τους γνωρίσουν!
Το πρώτο σοκ ήταν η αφίσα που φιλοτέχνησε ο Toscani, με την αλβανική σημαία παραλλαγμένη έτσι ώστε να παραπέμπει στο τεστ Ρόρσαχ για τη σχιζοφρένεια. Ο Ράμα ήταν κάθετος, δεν επρόκειτο να δώσει την άδειά του να τυπωθεί. Ο Politi τη χαρακτήρισε ό,τι καλύτερο είχε δημιουργήσει ο Toscani τα τελευταία είκοσι χρόνια. Εκείνος, πάλι, δήλωσε: «Αν δεν τους αρέσει, να πάνε να γαμηθούν». Εν τέλει, την τύπωσαν. Αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά στη βόμβα που έσκασε λίγο πριν ανοίξουν οι πύλες της Μπιενάλε: ο Oliviero Toscani, λίγες μέρες πριν από τα εγκαίνια, λαμβάνει ένα δέμα από τα Τίρανα και καλεί τον Politi: «Πότε δέχτηκα εγώ να κάνω τον επιμελητή σε αυτό το πράγμα; Δεν έχω ιδέα για τι πράγμα μιλάτε. Δεν έχω ανταλλάξει μέιλ μαζί σου ποτέ. Όχι, το μέιλ μου δεν είναι olivieriotoscani.it αλλά .com. Οι καλλιτέχνες που λέτε ότι επιμελούμαι μού είναι παντελώς άγνωστοι». Φυσικά και του ήταν άγνωστοι, γιατί απλώς δεν υπήρχαν!
Όλη η ιταλική εικαστική σκηνή μιλούσε για ένα σκάνδαλο άνευ προηγουμένου. Ένα κωμικοτραγικό γεγονός, το μεγαλύτερο hoax που συνέβη ποτέ στον χώρο της τέχνης διεθνώς και που δεν ήξεραν πώς να το αντιμετωπίσουν. Ποιος συνομιλούσε, λοιπόν, με τον Giancarlo Politi και τον Έντι Ράμα; Ήταν προφανές ότι κάποιος που παρίστανε τον Toscani κατάφερε να κοροϊδέψει τον διευθυντή της Μπιενάλε και, κατά κάποιον τρόπο, ολόκληρο τον κόσμο της τέχνης. Μια πρώτη σκέψη ήταν ότι επρόκειτο για ένα γνωστό πειραχτήρι, τον Maurizio Cattelan. Το αρνήθηκε. Ο Luther Blissett (συλλογικό όνομα προβοκατόρων καλλιτεχνών) είχε δηλώσει: «Μακάρι να ήμουν εγώ, η συνωμοσία των Τιράνων είναι ένα ιδιοφυές έργο τέχνης». Τότε σαν να ξύπνησε και ο Toscani, ενώ είχε ήδη αναθέσει την υπόθεση σε έναν από τους επιφανέστερους δικηγόρους της Ιταλίας, και το ξανασκέφτηκε: «Η πρόκληση είναι το θεμέλιο της τέχνης. Φάρσα ή hoax, πρόκειται για έργο τέχνης».
Η αστυνομική έρευνα κατέληξε στην περίφημη κατάταξη του «Flash Art». Ο φυσικός αυτουργός της «συνωμοσίας» δεν ήταν άλλος από τον κάτοχο της τελευταίας θέσης –της 150ής–, τον «εξτρεμιστή» εικαστικό καλλιτέχνη Marco Lavagetto από το Cogoleto της Γένοβα – το όνομα του πορνογράφου Gavotta είναι σχεδόν αναγραμματισμός του ονόματός του. Τι προσπαθούσε να πετύχει με αυτή του την ενέργεια; Ήθελε να εκδικηθεί τον Politi για την τελευταία θέση; Όχι βέβαια! Ήθελε να ξεμπροστιάσει την υποκρισία και την ελαφρότητα του κόσμου της σύγχρονης τέχνης; Ίσως, γιατί όχι; Πάντα του άρεσε να προκαλεί.
Ήθελε να ξεσκεπάσει έναν κόσμο που χαριεντίζεται με το σύστημα και που με τη μεγαλύτερη ευκολία δέχτηκε την πρόταση ενός διάσημου φωτογράφου, τέσσερις ανύπαρκτους καλλιτέχνες που δημιουργούν τέχνη μέσα από τα trend της εποχής; Ήθελε να σχολιάσει το πού κατευθύνεται η τέχνη στην εποχή μας; Πιθανόν λίγο από όλα αυτά, αλλά στην πραγματικότητα από μικρό παιδί του άρεσε να παίζει με τους φόβους των άλλων και να εκπλήσσει, αλλάζοντας συνεχώς ψευδώνυμα. Τα επινοημένα ονόματα των τεσσάρων καλλιτεχνών που ως Toscani πρότεινε στην Μπιενάλε των Τιράνων του 2001 αποτελούσαν δικά του alter ego.
Το ντοκιμαντέρ ξεκινάει με τον Oliviero Toscani να αφηγείται την ιστορία και το πώς ξεκίνησαν όλα. Κι όμως, έπιασε κι εμάς τους θεατές κορόιδο, καθώς δεν επρόκειτο για τον διάσημο φωτογράφο αλλά για κάποιον που τον υποδυόταν. Λίγο αργότερα, όταν αρχίζει η πραγματική εξιστόρηση, βλέπουμε τον πραγματικό Toscani, ο οποίος αρχικά εκφράζει τον τρόμο του για το πού είχε μπλέξει. «Μήπως δέχτηκα κάτι και δεν το θυμάμαι; Μήπως με έμπλεξε κάποιος συνεργάτης μου;» αναρωτιέται. Η ιταλική Αντιτρομοκρατική τον καλεί να εξηγήσει πώς σχετίζεται με τον Μπιν Λάντεν. Στην πορεία στοχάζεται επάνω στην αξία της τέχνης και του καλλιτέχνη και σχεδόν νιώθει κολακευμένος που το όνομά του μπλέχτηκε σε αυτήν την ιστορία.Εκεί που γίνεται όμως απολαυστικό το ντοκιμαντέρ είναι όταν ο σκηνοθέτης πηγαίνει στο Cogoleto και συναντάει τον φαρσέρ Lavagetto. Το επίσημο επάγγελμά του είναι διακοσμητής φερέτρων της οικογενειακής επιχείρησης, μέσα στην οποία μεγάλωσε. Συγκεκριμένα, η δουλειά του είναι να κατασκευάζει την επένδυση του εσωτερικού των φερέτρων από σατέν ύφασμα. Από τον υπολογιστή του γραφείου του ξεκίνησαν και καταστρώθηκαν όλα. Είναι ένας ασουλούπωτος, ψηλός άντρας, γεννημένος το 1962, με αλλόκοτη εμφάνιση, που ξεκαρδίζεται ακατάπαυστα (ενίοτε το γέλιο του ακούγεται τρομακτικό σαν του Joker) καθώς αφηγείται την τρέλα της νιότης του ως νεαρού καλλιτέχνη στην Μπολόνια. Από τότε δρούσε ως agitator. Έχει εκδώσει κόμικς, έχει κάνει εκθέσεις, έχει γράψει ποίηση με το ψευδώνυμο Aldo Samuele –όταν βαρέθηκε να γράφει ποιήματα τον «πέθανε»–, σκηνοθέτησε την ιστορία με τους τέσσερις «καλλιτέχνες», αλλά δεν ξεκαθαρίζει αν ήθελε να στείλει ένα μήνυμα μέσα από αυτό το άνευ προηγουμένου hoax. Δηλώνει πάντως ευθαρσώς: «Εγώ ήμουν ο εμπνευστής της συνωμοσίας των Τιράνων».
Ως θεατές, εν τέλει δεν ξέραμε ποιος ήταν ποιος, αν ακούγαμε και βλέπαμε την αλήθεια και τα αληθινά πρόσωπα. Πολλά από όσα είδαμε στο ντοκιμαντέρ έπρεπε να περάσουν είκοσι χρόνια –για να παραγραφούν τα αδικήματα– ώστε να μπορέσει να τα δείξει όπως συνέβησαν ο σκηνοθέτης, ο οποίος έχει δηλώσει: «Εν πάση περιπτώσει, έχουμε αυτή την ωραία μικρή ταινία που παρουσιάζει κάποια στοιχεία μέσα στο ιστορικό πλαίσιο και κατά κάποιον τρόπο συμβάλλει στη φάρσα. Το γεγονός ότι ο θεατής, στο τέλος, δεν θα είναι σίγουρος για τίποτα, τι είναι πραγματικό και τι όχι, είναι μέρος της γοητείας της ταινίας. Ήταν σίγουρα διασκεδαστικό (βοηθάει να έχεις κάποια εξοικείωση με τον κόσμο της σύγχρονης τέχνης) και μου άρεσε ο χαρακτήρας του Toscani. Πιθανότατα δείχνει και τη φιλοσοφική πλευρά της τέχνης, τι μπορεί να κάνει και πώς αλληλεπιδρά με την πραγματικότητα. Αυτό, ωστόσο, είναι λίγο ξεπερασμένο. Δεν είμαι σίγουρος αν η τέχνη έχει προχωρήσει από αυτό το είδος “συμβάντων”’, αλλά όλα αυτά και οι σχετικές σκέψεις για την τέχνη υπήρχαν πολύ πριν από το 2000 και πολύ πριν από το 2025. Μην περιμένετε λοιπόν καινοτομίες και συναρπαστικές νέες απόψεις εδώ, παρά τη σύνδεση με θέματα όπως η παιδοφιλία, η πορνογραφία και η τρομοκρατία».