Εδώ και 20 χρόνια ο Έντουαρντ Νόρτον προσπαθεί να γυρίσει το υπέροχο αστυνομικό του Τζόναθαν Λέθεμ Motherless Brooklyn, ένα Chinatown της ανατολικής ακτής των ΗΠΑ χωρίς τις προεκτάσεις της αρχαιοελληνικής τραγωδίας του κορυφαίου σεναρίου του Ρόμπερτ Τάουν. Ο Νόρτον αποφάσισε να μεταφέρει τη δράση από το 1999 στο 1957, αλλάζοντας το end of the century σε λιγότερο επείγουσα, αν και εξίσου σημαντική αίσθηση νουάρ, ποτισμένη με την ατμοσφαιρική τζαζ του πάντα ικανού Ντάνιελ Πέμπερτον, και όλα τα χαρακτηριστικά του είδους, που ο Νόρτον, σε μια σημαντική βελτίωσή του ως σκηνοθέτης πλέον, αξιοποιεί για παλιομοδίτικη ψυχαγωγική αφήγηση και σύγχρονο πολιτικό point.

 

Ο ίδιος υποδύεται τον Λάιονελ Έσρολ, έναν ντετέκτιβ με σύνδρομο Τουρέτ: φορτωμένος εκ γενετής με παλιλαλία και κοπρολαλία, κινητικά τικ και απότομες ακούσιες αντιδράσεις, με έναν αναρχικό μονίμως στο κεφάλι του, που τον κάνει να ακούγεται και να φαίνεται αστείος, ενώ δεν το θέλει καθόλου, όπως λέει με βαριεστημένο τόνο. Μετά τη δολοφονία του αφεντικού του στο ιδιωτικό πρακτορείο παρακολούθησης, αναλαμβάνει να διαλευκάνει μια πολύπλοκη υπόθεση, που εμπλέκει τον διαβόητο και αδίστακτο σύμβουλο πολεοδομίας στη Νέα Υόρκη (Άλεκ Μπόλντοουιν), και μια μαύρη ακτιβίστρια (Γκούγκου Μπάθα Ρο), η οποία εργάζεται σε κομβική δημοτική υπηρεσία και εναντιώνεται, όπως και μια σημαντική μερίδα πολιτών, στη μεθόδευση της εκτεταμένης ανάπλασης του Μπρούκλιν.

 

Με το gentrification να αποτελεί ένα τρέχον, αμφίβολων συνεπειών πείραμα που εφαρμόστηκε εις βάρος όχι μόνο του αστικού χαρακτήρα αλλά και των κατοίκων που ξεσπιτώθηκαν με εκβιαστικές διαδικασίες, οι Σκιές του Μπρούκλιν αποκτούν ζωτική επαφή με το σήμερα, την Αμερική ενός Τραμπί-σκου λευκού αξιωματούχου, και δικαιώνουν τον Νόρτον για τη χρονική μετάθεση. Κάνοντας συμπαθή ένα απροσδόκητο «λαγωνικό», όπως αντίστοιχα είχε πλανέψει τους θεατές με τον απατηλά τραυλό Άαρον Στάμπλερ στο ντεμπούτο του, 23 χρόνια πριν, στο Primal Fear, ο Νόρτον πλάθει μια σταθερά μέσα από το ασυνήθιστο, όπως κάνει συχνά, λόγω της ερμηνευτικής του ευχέρειας.

 

Γύρω του κινούνται αξιομνημόνευτοι χαρακτήρες, με αποδοτικότερο το δίπολο του τραχύ και εύγλωττου Μπόλντουιν με τον γεμάτο ένταση και καταπιεσμένο ιδεαλισμό Γουίλεμ Νταφόου. Παρά τη ρετρό αναπαράσταση, τη σωστή κοινωνική της τοποθέτηση και το αξιοπρόσεκτο καστ, η ταινία θυσιάζει τις αρετές της με στραβοτιμονιές στην πλοκή, ειδικά στο δεύτερο μέρος.