Η επίσημη υποβολή του Μαρόκου για τη διεθνή ταινία στα φετινά Όσκαρ, με συμμετοχή στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» του 75ου Φεστιβάλ Καννών, είναι ένα χαμηλόφωνο αισθηματικό δράμα, σκηνοθετημένο με υπομονή και προσοχή στις υπαινικτικές λεπτομέρειες από τη Μαριάμ Τουζανί («Adam»). Ένα καφτάνι που δουλεύεται με παραδοσιακή, συγκινητική φροντίδα από τον Χαλίμ και τον νεαρό βοηθό του Γιουσέφ, φωτεινό μπλε πετρόλ και όχι ρουαγιάλ, όπως σπεύδει ο πεπειραμένος ράφτης να διορθώσει επιτιμητικά μια γλωσσού πελάτισσά του, προορισμένο για να ζήσει πιο πολύ από τη μέλλουσα κάτοχό του, είναι αφηγηματικός μοχλός για τη σχέση του με τη σύζυγο και συνοδοιπόρο στην τέχνη και τη ζωή, Μίνα, η οποία είναι στα τελευταία στάδια του καρκίνου και παρατηρεί, στην αρχή με ζήλεια και στη συνέχεια με κάτι παραπάνω από κατανόηση, το σταδιακό πλησίασμα των δυο ανδρών, επιτρέποντας με θάρρος και υπέρβαση μια υποκατάστατη αγάπη να παρεισφρύσει στο σπιτικό τους, σε μια παραδοσιακή γειτονιά στο βορειοδυτικό τμήμα της χώρας.

 

Η ασφυκτική μεδίνα της πόλης Σαλέ και το καθημερινό τελετουργικό του ζεύγους, στο σπίτι και το ραφείο, απεικονίζονται απέριττα από την Τουζανί. Σκηνοθετικά, επιλέγει την απαλή μετάβαση σε ένα ζωντανό συναίσθημα, αντιδιαστέλλοντας το σοκ της επικείμενης απώλειας με την προοπτική μιας θετικής εξέλιξης − η κρυφή ομοφυλοφιλία του Χαλίμ, ο οποίος καταφεύγει συχνά στο τοπικό χαμάμ, είναι θέμα που δεν συζητιέται, αλλά μοιάζει συνειδητοποιημένο στους αφομοιωμένους κώδικες του ζευγαριού, αλλά και μεταξύ του δασκάλου και του πιο εξωστρεφούς μαθητευόμενου.

 

Ωστόσο το σενάριο καθυστερεί σημαντικά την ανάπτυξη της δυναμικής των διαπροσωπικών σχέσεων και μοιάζει να επαλαμβάνει τα μοτίβα, που περιστρέφονται γύρω από τον δεσμό που δεν χρειάζεται πολλά λόγια και τον έρωτα που δεν λέει το όνομά του.