Το σκηνοθετικό ντεμπούτο της γαλλοτραφούς Τουρκάλας Ντενίζ Γκαμζέ Εργκιβέν που πρωτοπροβλήθηκε στο Φεστιβάλ Καννών αποτελεί την επίσημη υποβολή της Γαλλίας στα Όσκαρ του 2016 έναντι του πιο προφανούς, επίκαιρου και ρεαλιστικού Girlhood της Σελίν Σιαμά, σε μια σαφώς πολιτική χειρονομία για μια γαλλική παραγωγή που μιλάει εξ ολοκλήρου τουρκικά και καταδεικνύει την οπισθοδρομική θέση της γυναίκας στο σύγχρονο Ισλάμ, μέσα από τη συναρπαστική ιστορία πέντε κοριτσιών που ζουν σε μια επαρχιακή πόλη στα παράλια του Βοσπόρου.

 

Οι πέντε όμορφες, ορφανές από γονείς, ως άλλες Αυτόχειρες Παρθένοι, συνασπισμένες με την ψυχή και το σώμα, συνωμοτικές και φλύαρες, όπως κάθε νεαρό κορίτσι, σαν τις ισάριθμες αδελφές Μπένετ της Περηφάνιας και Προκατάληψης (σαφείς, αλλά μακρινές επιρροές, χωρίς να δανείζονται τη βασική εξέλιξη της πλοκής), φυλακίζονται στο ίδιο τους το σπίτι από τους κηδεμόνες τους, τη γιαγιά, τη θεία και τον μονίμως θυμωμένο και πολύ αυστηρό θείο, και μετά την ξέφρενη απόδρασή τους για να παρακολουθήσουν έναν ποδοσφαιρικό αγώνα πρετοιμάζονται για τις μελλοντικές τους οικιακές υπηρεσίες, ολοταχώς για τα συζυγικά τους καθήκοντα. Κανονίζονται προξενιά, γίνονται συχνές επισκέψεις για γιατρούς για να ελεγχθούν οι παρθενικοί τους υμένες, πέφτουν τιμωρίες και περιορισμοί, αλλά η άνθηση της θηλυκότητάς τους είναι ασταμάτητη και η Εργκιβέν την αποτυπώνει νατουραλιστικά και τρυφερά, υποβοηθούμενη από τη μουσική επένδυση του συνεργάτη του Νικ Κέιβ, Γουόρεν Έλις.

 

Η ματιά της είναι δυτική και το τέμπο της ταινίας δεν μοιάζει καθόλου με τον ανατολίτικο χειρισμό ακόμη και αιχμηρών θεμάτων για την κοινωνική πραγματικότητα. Οι κοπέλες, στα όρια της εφηβείας και λίγο μετά τις πρώτες ερωτικές ανησυχίες, παρομοιάζονται ευθέως με άγρια άλογα, τα mustang του τίτλου (από εκεί προκύπτει και η γουεστερνίζουσα μουσική του Έλις), με τα μαλλιά τους να ανεμίζουν και τη σκέψη τους να καλπάζει στον μακρινό ορίζοντα, μακριά από τη προδιαγεγραμμένη μοίρα που τους επιβάλλεται από τον φοβισμένο περίγυρο.

 

Ο δυτικός τρόπος της ταινίας συνίσταται στην επιδίωξη της χαράς και της χειραφέτησης, ποιοτήτων αδίκως συνυφασμένων με την αμαρτία στους «αντίθετους» πολιτισμούς. Όταν οι μικρές πλατσουρίζουν αθώα με τους συμμαθητές τους, αμέσως μετά τη λήξη των σχολικών μαθημάτων και τους βλέπει μια γειτόνισσα, κατηγορούνται ως πόρνες και ξυλοκοπούνται από τους ντροπιασμένους συγγενείς. Το σύνθημα δίνεται από την αρχή και εκείνες καταστρώνουν συνεχώς πλάνα απόδρασης – μια φυσιολογική αντίδραση και δραματικό όπλο στα χέρια της Εργκιβέν, για να φτάσει σε ακραίες σεναριακές λύσεις.

 

Οι Ατίθασες δεν είναι μια ταινία που τα βάζει με τη θρησκεία ή ένα θεσμικό σύστημα καταπίεσης. Ανταλλάσσει το χαλινάρι της εύκολης και στοχοποιημένης καταγγελίας με την παρόρμηση της νεότητας, το ένστικτο για επιβίωση και την άδολη αδελφική αγάπη με όλη την εκνευριστική υπερβολή και την αφοπλιστική τρυφερότητα που χαρακτηρίζει τα άγουρα, άγρια χρόνια της αφύπνισης.