Ο Πέδρο Αλμοδόβαρ διάλεξε τον παλιό του συνεργάτη Αντόνιο Μπαντέρας στον καλύτερό του ρόλο από το «Δέρμα που κατοικώ» για να υποδυθεί έναν σκηνοθέτη πολύ κοντά τον ίδιο στο «Πόνος και Δόξα». Ο αγοραφοβικός και αποξενωμένος σκηνοθέτης Σαλβαδόρ Μάλο γερνάει και πονάει, όπως ακριβώς και ο κάποτε ορμητικός Μαδριλένος μπροστάρης της Movida. Τον ταλαιπωρούν χρόνια άλγη στην πλάτη, στα γόνατα, στο κεφάλι, ένας ξαφνικός βήχας που προσπαθεί στωικά να θεραπεύσει.

 

Συμφιλιώνεται με τον ηθοποιό του από τη μεγάλη κινηματογραφική του επιτυχία των '80s, το «Taste» − μπορεί ο ηθοποιός να είναι ο αληθινός Μπαντέρας, με τον οποίο είχαν ψυχρανθεί για άγνωστους λόγους, και η ταινία ο «Νόμος του πάθους». Παραδόξως, ξεκινά μια παροδική, αλλά ευεργετική εξάρτηση από την ηρωίνη. Γίνεται ολοένα και λιγότερο μυστικοπαθής με αδημοσίευτα κείμενά του που ποτέ δεν προχώρησαν σε σενάρια. Ένα από αυτά το παραδίδει ως θεατρικό μονόλογο και ένας από τους παλιούς του εραστές το παρακολουθεί και αναγνωρίζει τον εαυτό του σε αυτό.

 

Κυρίως επισκέπτεται νοερά την παιδική του ηλικία, τον μικρό Σαλβαδόρ, τις πρώτες του μνήμες από την προστατευτική μητέρα του, τη μετακόμισή τους στο φτωχικό σπιτικό που έμοιαζε με σπηλιά, την άρνησή του να γίνει παπάς, το πρώτο του crush με έναν όμορφο εργάτη που μαστόρευε στο σπίτι με αντάλλαγμα μαθήματα γραφής. Ο 70χρονος Αλμοδόβαρ αυτοβιογραφείται με το να διαχειρίζεται τις ενοχές του παρελθόντος και τα φαντάσματα που τον στοιχειώνουν, χρησιμοποιώντας τα χαρακτηριστικά έντονα χρώματα και τα συναισθηματικά glissandi της κάμερας του Χοσέ Λουίς Αλκάινε και της εύρωστης μουσικής υπόκρουσης του Αλμπέρτο Ιγκλέσιας, που βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Καννών του 2019, όπως άλλωστε και η ερμηνεία του λυτρωμένου Αντόνιο Μπαντέρας.

 

Τακτοποιεί τα λάθη και απαριθμεί τα πάθη που κάποτε τον καθόρισαν. Βαρύθυμος, αλλά παράξενα γαληνεμένος, αντιλαμβάνεται πως μέσα στην άστοχη συμπεριφορά του έχει προσφέρει. Είναι ψύχραιμος, αν και όχι απολύτως έτοιμος να αντιμετωπίσει τον κόσμο − η σωματική και ψυχική του κατάσταση του επιτρέπουν να ντιλάρει έναν έναν τους ανθρώπους που βρέθηκαν πολύ κοντά του. Αυτό που ο Αλμοδόβαρ, μέσω του Σαλβαδόρ, δεν ξεχνά είναι η επιθυμία, το περίφημο el deseo που έγινε σημαία του 20τομου φιλμικού του opus καθώς και τίτλος της εταιρείας παραγωγής που δημιούργησε. Και πως αν έχει να πει κάτι προσωπικό, θα το τοποθετήσει μέσα στην ταινία και θα γίνει ένα με το σινεμά του.

 

Ο Ισπανός εμπνέεται από τον Ντάγκλας Σερκ, το στυλιζαρισμένο αμερικανικό σινεμά της κλασικής περιόδου που χάζευε μαγεμένος στην παιδική του ηλικία και, όπως λέει στο «Πόνος και Δόξα», από τις όμορφες ηθοποιούς, όπως η Μέριλιν, που φοβόταν μην του πεθάνουν στη μεγάλη οθόνη, και τις γυναίκες που σημάδεψαν τη ζωή του και ανέπλασε στις ταινίες του. Αυτήν τη φορά απλικάρει και αφομοιώνει περίφημα τις επιρροές του με δραματουργικό νόημα και προσωπικό γούστο σε μία από τις καλύτερες ταινίες της πιο πρόσφατης περιόδου της καριέρας του.

 

Δεν είμαι σίγουρος αν η γαλήνη του λυκόφωτος που διακρίνει το κοντρόλ της σκηνοθεσίας του σημαίνει πως ο Αλμοδόβαρ ρίχνει αυλαία ή αν ένιωσε την ανάγκη να αποτιμήσει ήρεμα ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής του. Ωστόσο, όπως έδειξαν το «I'm so excited» και το «Julieta», δεν διστάζει να επιστρέψει στο genre και την τρελή κωμωδία, όταν και όποτε τα επιθυμήσει.