Μια ταινία που μας οδηγεί σε μια άγρια διαδρομή που εξερευνά τη σύγχρονη κουλτούρα των media και της ενημέρωσης, αλλά βουτάει την ίδια στιγμή, βαθιά, στα πιο σκοτεινά μέρη των ανθρώπινων σχέσεων και του γάμου, εκεί όπου η μαύρη κωμωδία αντλεί τη θεματολογία της μέσα από κάλπικες υποσχέσεις και αναπόφευκτες πλάνες.


Ο Ντέιβιντ Φίντσερ μεταφέρει αριστοτεχνικά το best seller της Τζίλιαν Φλιν, εμπλουτίζοντας το ψυχολογικό θρίλερ της εξαφάνισης μιας όμορφης γυναίκας με μια εξόχως σατιρική ματιά στην εμμονή με τα media, social και παραδοσιακά. Στο επίκεντρο βρίσκονται ο Νικ και η Έιμι, ένα ωραίο ζευγάρι, φαινομενικά ευτυχισμένο, που διάγει συνηθισμένο βίο στο άνετο σπίτι τους, μακριά από την αστική πίεση και τις περιττές υποχρεώσεις – ένας λόγος παραπάνω να έρθουν πιο κοντά ή να απομακρυνθούν, ελλείψει εξωτερικών ερεθισμάτων. Στην πέμπτη επέτειο του γάμου τους η Έιμι εξαφανίζεται μυστηριωδώς και σταδιακά ξεδιπλώνεται η ιστορία του ζευγαριού. Οι οπτικές γωνίες είναι τρεις: η προσωπική, η αστυνομική και η κοινωνική. Ο Φίντσερ αφηγείται τα στάδια της γνωριμίας και του γάμου σαν σε όνειρο, με την απατηλά γλυκιά μουσική υπόκρουση των Άτικους Ρος και Τρεντ Ρέζνορ να υπογραμμίζει ότι κάτι δεν πάει καλά. Η Έιμι, μοναχοκόρη πλούσιων διανοούμενων, είναι ήδη γνωστή από την ομώνυμη ηρωίδα παιδικής λογοτεχνίας, από μια σειρά επιτυχημένων βιβλίων με τίτλο The Amazing Amy, και για χάρη του επίσης συγγραφέα, αλλά δημιουργικά άσφαιρου Νικ, αναγκάζεται να εξοριστεί σε μια άχαρη περιοχή, σε βαρετό σπίτι, με αδιάφορους γείτονες και μηδενική κοινωνική ζωή, κάπου στις Μεσοδυτικές Πολιτείες, επειδή ο Νικ έπρεπε να είναι κοντά στην άρρωστη μητέρα του, ξαναβρίσκοντας τη δίδυμη αδελφή του. Ο γάμος του Νικ και της Έιμι μπαίνει αναδρομικά στο μικροσκόπιο, καθώς η εξαφάνιση δεν είναι τόσο αθώα ή μυστηριώδης, σύμφωνα με μερικά ίχνη που κινούν υποψίες. Οι Αρχές, δηλαδή μια επίμονη, αλλά δίκαιη ντετέκτιβ και ο εκνευριστικά πρόχειρος συνάδελφός της, επεμβαίνουν ακολουθώντας τα σωστά βήματα, αλλά η κουλτούρα των social media παρεμβαίνει ετσιθελικά και κλιμακώνει την προκατάληψη εναντίον ενός άνδρα που μάλλον ευθύνεται για την εξαφάνιση, φτάνοντας να τον κατηγορήσουν για φόνο, με την αρωγή της «κίτρινης» τηλεόρασης.


Ανάμεσα στη δημόσια κατακραυγή και στα πραγματικά γεγονότα, ο Ντέιβιντ Φίντσερ μιλάει για τον γάμο ως παραβολή μιας κοινής, ιδιωτικής ζωής αμετάκλητα και επικίνδυνα εκτεθειμένης στην κλειδαρότρυπα, της γειτονιάς, του μικρόκοσμου, και πλέον, αλίμονο, των social media, που επιβάλλονται με πιεστικές και αστραπιαίες διαδικασίες και προδιαθέτουν όχι μόνο την έξωθεν μαρτυρία αλλά το πραγματικό modus vivendi, από τη συμπεριφορά ως τον ψυχισμό. Στα χέρια ενός αναμφισβήτητου τεχνίτη με ικανότητες του ακτινολόγου χαρακτήρων (ο Φίντσερ διαθέτει περισσότερο μπρίο από τον ομόλογό του, Στίβεν Σόντερμπεργκ) το Κορίτσι που εξαφανίστηκε ισορροπεί με ακρίβεια τα θριλερικά του στοιχεία (και, πιστέψτε με, είναι χορταστικά, αλλά δεν επιτρέπουν την περαιτέρω ανάλυσή τους οι αλλεργικοί με τα spoilers) με τη μαύρη κωμωδία – διότι, πώς αλλιώς παρά κωμικά θα μπορούσε να χειριστεί τη σκηνή όπου ο κατηγορούμενος για φόνο, μετέωρος και σαστισμένος Νικ αισθάνεται πως υποχρεούται να ποζάρει για μια selfie με μια άσχετη «θαυμάστρια» του τζερτζελέ που έχει δημιουργηθεί, για να κοκορεύεται πως βρέθηκε δίπλα στον σταρ της στιγμής;


Απολαυστικό και καθηλωτικό, το φιλμ δεν κουράζει παρά τη μεγάλη του διάρκεια και αναδεικνύει τη Ρόζαμουντ Πάικ, η εικόνα της οποίας είχε θαμπώσει από δεύτερους ρόλους, σε μοιραία ηρωίδα της χρονιάς με διπλή ταυτότητα (και ό,τι καταλάβετε...), που ο Χίτσκοκ θα ζήλευε.