Ο Σκοτ Ντέρικσον έχει κάνει επιτυχία με τον Εξορκισμό της Έμιλι Ρόουζ και με το Ξόρκισε το Κακό δείχνει να ειδικεύεται στην αβανταδόρικη τελετή εκπαραθύρωσης του διαβόλου από εντυπωσιακά (μακιγιαρισμένα) δαιμονισμένους ανθρώπους, όπως εδώ ο πρώην πεζοναύτης, που με άλλους δυο συναδέλφους του ανακάλυψε κάτι τρομακτικό σε μια όαση στο Ιράκ, κατά τη διάρκεια του πολέμου το 2010. Ακόμα και η τοποθεσία απ' όπου προέρχεται το Κακό είναι η ίδια με του Εξορκιστή, αφού, αν θυμάστε, ο δαίμονας Παζούζου, που έδρασε καταλυτικά, αν και στο πατάρι, στην ταινία του Γουίλιαμ Φρίντκιν, πρωταγωνίστησε περισσότερο στο σίκουελ του Τζον Μπούρμαν. Φυσικά, η τελική σκηνή εξορκισμού δεν διαθέτει καμία πρωτοτυπία, καθώς τα στάδια παραμένουν βαρετά τα ίδια, με τον ιερέα να αποτάσσει τον Σατανά και τον ήρωα, έναν σκληροτράχηλο αστυνομικό στο Μπρονξ, με ιδιαίτερο ταλέντο στον εντοπισμό και στην εξιχνίαση αποκρυφιστικά ειδεχθών εγκλημάτων, να βοηθάει απρόθυμα στην τελετή. Στο μεταξύ, ο παπάς και ο μπάτσος έχουν μερικές ενδιαφέρουσες, αλλά πεζά εκφρασμένες συζητήσεις περί πίστης, ενοχών και προσωπικών δαιμόνων και μια σεκάνς με κλιμακούμενο φόβο σε ζωολογικό κήπο, με πρωταγωνιστές έναν κουκουλοφόρο, μια διαταραγμένη πιστή, ένα μωρό κι ένα λιοντάρι, συνθέτει το πιο συναρπαστικό σημείο του έργου, πραγματικά καλογυρισμένο και ταυτόχρονα δείγμα του τι θα μπορούσε να πετύχει ο Ντέρισκον, αν δεν κόλλαγε στα ίδια και τα ίδια και είχε στα χέρια του ένα υλικό που θα ανανέωσε (;) το θέμα. Φοβάμαι πως η τεχνολογία πλέον έχει αναλάβει την εκμετάλλευση του φόβου με αυξημένη ένταση, καθώς ο παραγωγός εδώ είναι ο Τζέρι Μπρουκχάιμερ και τα ηχητικά εφέ ξεπερνούν το κόκκινο, με κραυγές, στατικό ηλεκτρισμό και χτυπήματα μέσα στο σκοτάδι – καθώς ο διάβολος δεν αγαπάει τις φωταψίες και η πλειονότητα των σκηνών γυρίστηκε με φακούς, που κι αυτοί στο τσακ αντέχουν.