Εντός της τελευταίας πενταετίας παρατηρούμε μια πολύ ενδιαφέρουσα κινηματογραφική τάση που τείνει να αντικαταστήσει το παραδοσιακό, μέσο δράμα κοινωνικού ρεαλισμού, οι αρετές του οποίου εξαντλούνται στο δίκαιον της θεματολογίας του και της θέσης του επ’ αυτής. Στις ταινίες της εν λόγω τάσης, οι κινηματογραφιστές παίρνουν την παραπάνω συνταγή και την ξαναδιαβάζουν υπό το πρίσμα του genre, εντοπίζοντας το σασπένς στην αντιμετώπιση καθημερινών προβλημάτων και καταστάσεων. Συχνά προβληματίζουν τους προγραμματιστές των φεστιβάλ, οι οποίοι καμιά φορά λειτουργούν στον αυτόματο και ίσως να βρίσκουν πολύ «εμπορικά» τα σχετικά εγχειρήματα, αλλά και μερίδα της κριτικής, που έχει στο μυαλό της ένα συγκεκριμένο πλαίσιο για το ποιες ταινίες θα έπρεπε να παίζονται σε ένα φεστιβάλ και ποιες όχι. Από την άλλη, αποτελούν βάλσαμο τόσο για τους θαμώνες των φεστιβάλ όσο και για την άλλη μερίδα της κριτικής, που ώρες ώρες νιώθει ότι ζει τη Μέρα της Μαρμότας και βλέπει το ίδιο έργο σε λούπα. Παράλληλα, έχουν ζωή και εκτός φεστιβάλ, ακριβώς επειδή συνδυάζουν τον προβληματισμό με την ψυχαγωγία του θεατή.

 

Το Late Shift ανήκει στις παραπάνω ταινίες, αντλώντας σασπένς από την εργασιακή καθημερινότητα του υποκειμένου του, σαν το Full Time ή το πρόσφατο Souleymane’s Story. Το υποκείμενο είναι η Φλόρια, μια νοσοκόμα σε ελβετική ιδιωτική κλινική. Η δράση του φιλμ εξαντλείται σε μία και μόνο βάρδια της, κατά την οποία καλείται να αντεπεξέλθει στις διάφορες δοκιμασίες. Το σενάριο φυτεύει διαρκώς σπόρους, οι οποίοι θα μπορούσαν κάλλιστα να θεριέψουν και να προκαλέσουν εκείνη τη μεγάλη έκρηξη που θα φέρει την καταστροφή, χωρίς να γνωρίζουμε πότε, πώς κι από πού θα έρθει αυτή. Για να εξυπηρετήσει τον στόχο του, που είναι ένας φόρος τιμής στο νοσηλευτικό προσωπικό κι ένα καμπανάκι για τη σημασία του, το φιλμ εστιάζει υπερβολικά στο τελευταίο, αφήνοντας το ιατρικό προσωπικό στο περιθώριο (ή, ακόμα χειρότερα, παρουσιάζοντάς το ως ακόμα ένα εμπόδιο), ωστόσο καταδεικνύει τις αναπόφευκτες πλημμέλειες ως προϊόντα ενός ατελούς, αδιάφορου συστήματος και των χρόνιων ελλείψεων σε ανθρώπινο δυναμικό.

 

Ερμηνευτικά, το εγχείρημα στηρίζεται πρωτίστως στις πλάτες της Λεονί Μπένες, αυτής της ανερχόμενης, ικανότατης Γερμανίδας ερμηνεύτριας. Κάπου στη μέση της ταινίας βλέπουμε έναν βραστήρα σε λειτουργία κι αυτή η εικόνα είναι, πάνω κάτω, ο άξονας της ερμηνείας της: η Φλόρια είναι ένας ανθρώπινος «βραστήρας» που κοχλάζει και παλεύει να φέρει εις πέρας το έργο του: να τελειώσει η βραδιά αναίμακτα.

 

Το αποτέλεσμα, παρά την ύστατη προσφυγή στον μελοδραματισμό, καθιστά αυτήν τη νυχτερινή εφημερία εξίσου αγχωτική με εκείνη της τηλεοπτικής σειράς που έκλεψε τις εντυπώσεις στην αρχή του έτους, του «The Pitt».