Στην τέταρτη ταινία του, μετά το Η αγάπη είναι ελέφαντας, το Σώσε Με και τα 45 Τετραγωνικά, ο Στράτος Τζίτζης μεταφέρει στο σινεμά το δικό του θεατρικό, Καύση, φέρνοντας στην επιφάνεια τις απωθημένες σχέσεις φίλων και συγγενών ενός άνδρα που μόλις πέθανε: η αδελφή του, η σύντροφός (;) του και δύο φίλοι κι αδελφοί του, καθώς και η σύζυγος του ενός μαζεύονται στο σπίτι του αποθανόντος, για να αποφασίσουν αν θα τον θάψουν ή θα τον κάψουν, αλλά, όπως και στη Μεγάλη Ανατριχίλα (εκεί, βέβαια, δεν υπήρχε το δίλημμα του διαδικαστικού), ο θάνατος στάθηκε η αφορμή για να ειπωθούν οι αλήθειες και να αποκαλυφθούν οι χαρακτήρες αυτών που απέμειναν. Στην πιο φιλόδοξη θεματικά ταινία του, ο Τζίτζης πραγματεύεται τις συγκρούσεις, εσωτερικές και εξωτερικές, μιας τάξης διανοουμένων που μεγάλωσαν προοδευτικά και συμβιβάστηκαν διαφορετικά, σε αντιπαράθεση με τη σύγχρονη αναταραχή που μαίνεται στη ζεστή πόλη – μια αντάρα που απειλεί να βγάλει τον φασίστα που ο καθένας κρύβει μέσα του. Ο σκηνοθέτης ανέκαθεν χειριζόταν σωστά τις σχέσεις στις ταινίες του. Παραδόξως, στην Καύση, το κοινωνικό στοιχείο λειτουργεί καλύτερα, ίσως γιατί εννοείται περισσότερο παρά καταδεικνύεται. Αντίθετα, η διεύθυνση των ηθοποιών είναι μεικτή και η εναλλαγή ανάμεσα στον κινηματογραφικό νατουραλισμό και τη θεατρογενή ένταση γίνονται παραπάνω διακριτές απ' ό,τι πρέπει, υπονομεύοντας κρίσιμους διαλόγους ενός έργου με σωστές και καίριες επισημάνσεις, που αποφεύγουν τις παγίδες της επικαιρότητας.