Σε πλήρη αντίθεση με τα αμερικανικά δικαστικά έπη, με τις ανατρεπτικές αγορεύσεις και τις λιποθυμικές εκπλήξεις της τελευταίας στιγμής, το Δικαστήριο του μόλις 28χρονου σκηνοθέτη Τσαϊτάνια Ταμάν εστιάζει στην αντι-κλιμακτική ατμόσφαιρα εντός των τειχών των ναών του νόμου, κυρίως στο Μουμπάϊ, με αφορμή τη δίκη ενός πλανόδιου γηραιού τραγουδοποιού που διεκδικεί το δικαίωμά του στην ελεύθερη έκφραση, αλλά συλλαμβάνεται συνέχεια και σισύφεια για υποψία τρομοκρατίας, και σε μια περίπτωση για παρακίνηση αυτοκτονίας ενός άνδρα που έτυχε να βρεθεί στο ακροατήριο. Ανάμεσα σε ρουτινιάρικες μικροϋποθέσεις, η περίπτωση του εν λόγω καλλιτέχνη και κάποτε ακτιβιστή μεταφέρεται στα τρία πρόσωπα που καθορίζουν την τύχη του. Ο συνήγορος υπεράσπισης είναι ένας νέος και καλοβαλμένος άνδρας, μεθοδικός δικηγόρος που προτιμά να μιλάει αγγλικά, ακούει τζαζ και προέρχεται από ανοιχτόμυαλη και δυτικόφιλη οικογένεια, και προσπαθεί να ξεσκονίσει τους ισχύοντες μεν, αλλά εντελώς απαρχαιωμένους νόμους, προφανώς θεωρώντας πως αν συμπεριφέρεται όπως οι συνάδελφοί του σε πιο προηγμένες κοινωνίες υπάρχει ελπίδα για ουσιαστικό εκσυγχρονισμό. Η δημόσιος κατήγορος είναι μια μικροαστή μητέρα και καλή νοικοκυρά που κολλάει στο γράμμα του νόμου και φαίνεται να απαγγέλει σαν ποίημα το κατηγορητήριο, χωρίς να συναισθάνεται πραγματικά την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στο έγκλημα και την ουσία του. Ο δικαστής, προσεκτικός και τυπικός, ρέπει περισσότερο προς τη συντήρηση, αδυνατώντας να διακρίνει τις ασήμαντες από τις πιο πολύπλοκες υποθέσεις, εγκλωβισμένος από τον μύλο της καθημερινότητας και της διεκπεραίωσης. Χωρίς φωνές και υστερίες, η Ινδία του Δικαστηρίου απέχει από τα κλισέ του μελό πάθους και της ακραίας ανέχειας που ενδεχομένως αναπαράγεται και στο δικό μας μυαλό από τις περιορισμένες προσλαμβάνουσες που έχουμε. Με κοινωνιολογική, και όχι εθνογραφική προσέγγιση, ο Ταμάν προσπαθεί να πάρει μια δίκαιη απόσταση και από τους τρεις πρωταγωνιστές, όσο κι αν μια μικρή συμπάθεια προς τον φιλελεύθερο δικηγόρο του ξεφεύγει στο ζύγι. Η κοινωνία, με τις κάστες και τις ανερχόμενες δυνάμεις, υφέρπει μοναδικά και αβίαστα, παράλληλα με την παρατεταμένη εκδίκαση της υπόθεσης. Μια νέα τάξη πραγμάτων βρίσκεται προ των θυρών, όχι αναγκαστικά προς το καλύτερο. Σε μια πολυσυλλεκτική κουλτούρα της υπομονής, όπως είναι η ινδική, οι αλλαγές συμβαίνουν χωρίς να το καταλαβαίνει ακόμη και ο πιο βιαστικός και φουριόζος επαναστάτης, σε βαθμό που κανείς από τους ριζοσπάστες δεν θα προλάβει να δει ούτε τους σπόρους να πιάνουν τόπο, πόσο μάλλον τις ίδιες τις πράξεις. Περισσότερο από την προσεκτική παρατήρηση και την ενδελεχή ανάλυση, από τα ήθη της διασκέδασης μέχρι τις απλές συνήθειες, η κινηματογραφική έννοια του αόρατου χρόνου που κυλάει διαδικαστικά στο δικαστήριο και συνδέει ανόμοιες νοοτροπίες κάτω από την ίδια στέγη είναι το μεγάλο κατόρθωμα της ταινίας – η «εσωτερική» πληροφορία ενός έξυπνου δημιουργού που γνωρίζει καλά τι συμβαίνει, τους συνανθρώπους του και τις αδυναμίες τους, και το μετατρέπει σε σχόλιο για τον σοβαρό διχασμό της προόδου με τη συντήρηση.