Aν υπάρχει μια σκιά πάνω από το φιλμ του Μικέλε Πλάσιντο, είναι εκείνη του κατά Ντέρεκ Τζάρμαν «Καραβάτζιο», μιας σαρκικής, ιδιοσυγκρασιακής βουτιάς στην καλλιτεχνική…ιδιοσυγκρασία του υποκειμένου του, που έχει αφήσει το στίγμα της στους εραστές του arthouse σινεμά. Ο Μικέλε Πλάσιντο δεν είναι τόσο γνωστός στη χώρα μας, όσο στην πατρίδα του, τη γειτονική Ιταλία. Οι μεγαλύτεροι τον γνωρίζετε από τα πρωταγωνιστικά του καθήκοντα στη σειρά «Τα Πλοκάμια της Μαφίας» που προκαλούσε χαλασμό στην εποχή της δημόσιας τηλεόρασης, οι κάπως πιο μικρότεροι ίσως τον θυμάστε από το «Romanzo Criminale» (2005), οι γκανγκστερισμοί του οποίου είχαν περάσει σχετικά απαρατήρητοι από τα θερινά μας, παρά το φρενήρες μοντάζ τους, αλλά βρήκαν το κοινό τους στην αγορά του DVD. Δεκαετίες ολόκληρες ήθελε να γυρίσει έργο για τον Καραβάτζιο ο Πλάσιντο, ο καιρός έφτασε κι ο πρωταγωνιστής βρέθηκε στο πρόσωπο του Ρικάρντο Σκαμάρτσιο, που συμμετείχε και στο προαναφερθέν «Romanzo Criminale». 

Αν στην ταινία του Τζάρμαν  ο ίδιος ο ζωγράφος ανατρέχει αποσπασματικά στο παρελθόν του από το νεκροκρέβατό του, εδώ έχουμε το εύρημα ενός ιεροεξεταστή που αναλαμβάνει κατόπιν παπικής εντολής να διερευνήσει τον Καραβάτζιο και το έργο του και να καταλήξει σε πρώτη φάση στο συμπέρασμα αν αξίζει να του δοθεί χάρη για τον φόνο ενός άνδρα, αλλά στην πραγματικότητα να αποφανθεί αν το έργο του συμβαδίζει με τη θεία πίστη, όπως την εννοεί η παπική εκκλησία. Για εκείνους ο Θεός βρίσκεται στους ουρανούς, για τον Καραβάτζιο το θείο στοιχείο εντοπίζεται στους πένητες, στις πόρνες και στους κατατρεγμένους – σ’ αυτούς του έκπτωτους αγγέλους εστιάζει και ο Πλάσιντο, τιμώντας με τη σειρά του το έργο του καλλιτέχνη. Η αντισυμβατική, πανηδονιστική προσωπικότητά του ζωγράφου και το ταλέντο του γοητεύουν ισχυρούς προστάτες, όπως η αριστοκράτισσα Κονστάντζα Κολόνα, που υποδύεται με ασυνήθιστη εγκράτεια η Ιζαμπέλ Ιπέρ ή ο καρδινάλιος που υποδύεται ο ίδιος ο Πλάσιντο, ο οποίος βλέπει στο πινέλο του θείο χάρισμα, εκείνος όμως, βρίσκει καταφύγιο στης «γης τους κολασμένους» - ως ένας από αυτούς άραγε; 

Αν αναγνωρίζεις κάτι στον σκηνοθέτη, είναι ότι δεν επιχειρεί μια αγιογραφία του Καραβάτζιο, σε αντίθεση πχ. με κάποιον άλλο που επιχείρησε πριν κάμποσα χρόνια κινηματογραφική βιογραφία ζωγράφου με θεολογικά ενδιαφέροντα κι αναρωτιόταν αν «μπορεί το σκοτάδι να νικήσει το φως» - το φως και το σκοτάδι συνυπάρχουν στο ίδιο το έργο του καλλιτέχνη άλλωστε. Φωτίζοντας την έπαρση, τις παρορμήσεις και τα πάθη  του καλλιτέχνη, ο Πλάσιντο μοιάζει να αναζητά απαντήσεις στο διαχρονικό ερώτημα διαχωρισμού ανάμεσα σε έργο και καλλιτέχνη, στο αν η τέχνη χρειάζεται συγχώρεση κι αν είναι ικανή να δώσει τέτοια. Σε όλα τα ερωτήματα, την απάντηση δίνει, τελικά, ο χρόνος, έστω κι αν ο ιεροεξεταστής του δωρικού και πολύ προσηλωμένου Λουί Γκαρέλ θαρρεί πως έχει την αρμοδιότητα να το απαντήσει λόγω του αξιώματός του. 

Αν απουσίαζε η φλυαρία και η κάποτε αχρείαστη επεξηγηματικότητα, αν υπήρχε ανάλογο όραμα και κεφάλαιο από την πλευρά της παραγωγής και αν ο Πλάσιντο δεν έβρισκε αρκετή την απόπειρα αναπαράστασης του κιαροσκούρο σύμπαντος του Καραβάτζιο από τον φωτογράφο του Μικέλε Ντ’Αναστάσιο κι επιχειρούσε να επεκταθεί εικαστικά και να προσεγγίσει τονικά το θείο, πάντα μέσω του «περιθωρίου», ίσως να είχαμε μια ταινία που δεν θα έμενε στη σκιά του τζαρμανικού «Καραβάτζιο». Για όποιον ενδιαφέρεται για τον βιογραφούμενο, όμως, η απόπειρα κρίνεται επαρκής.