Το πρώτο «Expendables» είχε νόημα ως ταινία-event, ως πραγμάτωση μιας αγορίστικης φαντασίωσης, καθώς ένωνε επί της οθόνης μεγάλους action ήρωες και, ειδικότερα, τους άλλοτε ανταγωνιστές Σταλόνε και Σβαρτζενέγκερ, έστω και για λίγα λεπτά φιλμικού χρόνου. Η επιτυχία του πρώτου μέρους αύξησε μεν τον αριθμό των συμμετεχόντων, μα η ποιότητα άρχισε να φθίνει με κάθε συνέχεια, για να φτάσουμε στο τωρινό τέταρτο μέρος, που λειτουργεί περισσότερο ως πρωταγωνιστικό όχημα του Στέιθαμ, με τον Σταλόνε να δανείζει για λίγο το ειδικό βάρος του – και να αφαιρεί κάτι από την υστεροφημία του. Το «βρομόξύλο» δεν είναι για πέταμα, τουλάχιστον ως προς το σκέλος της χορογραφίας, μα έτσι πρόχειρα φωτισμένο και άτσαλα μονταρισμένο που παρουσιάζεται και, γενικότερα, έτσι άσχημη που δείχνει η ταινία από την κατάχρηση CGI, οι προσδοκίες σου θα πρέπει να βρίσκονται στο επίπεδο του εδάφους για να φύγεις ευχαριστημένος.

          

Για να είμαστε δίκαιοι, όμως, είναι αναμφισβήτητα η καλύτερη ταινία στην οποία κάποιος παρομοιάζει τον Στέιθαμ με…κονδυλώματα και έχει την τιμή να ανήκει στην ευρύτερη οικογένεια φιλμικών εγχειρημάτων που αξιοποιούν ευρηματικά το «P.I.M.P» του 50 Cent, παρέα με τον φετινό Χρυσό Φοίνικα, την «Ανατομία μιας Πτώσης».