Ο Λίαμ Νίσον κλείνει σε λίγους μήνες τα εβδομήντα του χρόνια και μόλις συμπλήρωσε τις εκατό ταινίες. Μπράβο του, να τις χιλιάσει και μακάρι να συμμετέχει περισσότερο ενεργά σε ένα σινεμά δράσης που μάλλον εκείνο τον επέλεξε και ο ίδιος μοιάζει να απορεί μέχρι πότε θα κρατήσει το ευτυχές ατύχημα που ξεκίνησε με την «Αρπαγή» και συνεχίζει ακάθεκτο ‒ ο Ιρλανδός έχει αμπαλαρισμένα για τους νεόκοπους φαν του τρία περιπετειώδη θριλεράκια για τη χρονιά που διανύουμε.

 

Νόμιζε πως όλο αυτό είναι μια παρένθεση που θα κατέληγε «απευθείας στο βίντεο», δεν περίμενε την επιτυχία και φαίνεται: κάθε φορά που αναλαμβάνει τον ρόλο του πατέρα, ή του μπάτσου, ή του συνταξιοδοτημένου με μιλιταριστικούς λεκέδες στο παρελθόν του, στριμώχνεται απρόθυμα και επεμβαίνει βαρύθυμα. Το «αφήστε με στην ησυχία μου, αφού ξέρετε πως θα κερδίσω» είναι παλιά εφεύρεση, ένα δοκιμασμένο κόλπο κουρασμένου, συνεπώς και πιο cool ηρωισμού.

 

Όχι πως ο Νίσον δεν είναι αποτελεσματικός και ως ηθοποιός (επαγγελματίας και φιλότιμος) και ως φονεύς γιγάντων, ανώτερων σε εξοπλισμό και μικρότερων σε ηλικία. Η μονοκόμματη στάση του σπάνια κάμπτεται. Το γρανιτένιο του πρόσωπο δεν ραγίζει εύκολα. Ο Σίντλερ έσπασε στο φινάλε, αλλά ο Νίσον δεν ιδρώνει χωρίς λόγο.

 

Στον «Μεσάζοντα» συνεργάζεται ξανά με τον Μαρκ Γουίλιαμς, μετά τον μέτριο «Έντιμο Κλέφτη». Παίζει έναν fixer, τον βετεράνο του Βιετνάμ, άρα μπαρουτοκαπνισμένο, που στανιάρει πράκτορες σε φάση ανισορροπίας και διορθώνει εκτροχιασμένες καταστάσεις διακριτικά, αθόρυβα. Δουλεύει για λογαριασμό του αφεντικού του FBI (ο Έινταν Κουίν που είχαμε να δούμε χρόνια) και είναι αόρατος ‒ καλό και κακό, ιδίως για τις περιπτώσεις που πρέπει να ζητήσει τα ρέστα. Και τα ζητά όταν αντιλαμβάνεται πως ο φίλος και προστάτης του (κάποιο χρέος ξεπληρώνει) είναι μπλεγμένος στον «τυχαίο» θάνατο μιας νεαρής ακτιβίστριας στην Ουάσινγκτον.

 

Αν και το αρνείται, οι ενδείξεις πληθαίνουν, δημοσιογράφοι παρεισφρέουν και ο Νίσον ξυπνά από τη ληθαργική ρουτίνα του, αλλά… έχει μια κόρη και μια εγγονή. Αυτή είναι μία από τις ευκολίες ενός διαφορετικού από τα συνηθισμένα σεναρίου.

 

Ο Γουίλιαμς, ο οποίος παράλληλα υπογράφει το εξαιρετικά ενδιαφέρον τηλεοπτικό «Ozark», εδώ ασχολείται με την πολιτική παραπλάνηση, την αποσιώπηση σε υψηλές βαθμίδες και το κλασικό δίλημμα της ανυπακοής, όταν ο νόμος παραβιάζεται και η ηθική πάει περίπατο. Τα θέματα διατρέχουν την ταινία και βέβαια δεν θα μπορούσαν να δέσουν χωρίς τον ιστό της δράσης, που σκηνοθετικά ο Γουίλιαμς δεν υπηρετεί με τέμπο ή πρωτοτυπία.

 

Ο «Μεσάζοντας» διστάζει συχνά μεταξύ της δυναμικής απενοχοποίησης ενός action b movie και της υψηλότερης φιλοδοξίας της πολιτικής προειδοποιητικής περιπέτειας του τύπου του «Υπόπτου της οδού Άρλινγκτον» και της «Αντιπροέδρου», κατά σύμπτωση αμφότερα με τον Τζεφ Μπρίτζες. Προσγειώνεται κάπου στη μέση.