Με δυο χαρακτήρες τρίτης ηλικίας να γνωρίζονται στο σινεμά, σε ένα μπεργκμανικού τύπου ψυχόδραμα που αναφέρεται στον πολυετή έγγαμο βίο, στην ανασκόπηση και στην επακόλουθη ενδοσκόπηση, αφενός χαίρεσαι που ο δημιουργός επέλεξε το σινεμά ως το μέσο που πυροδοτεί σχετικές αναζητήσεις, αφετέρου περιμένεις μια ταινία η οποία, έστω και υπό το ελαφρύ κλίμα μιας δραμεντί, θα αντιμετωπίσει με σοβαρότητα το γήρας, το πέρασμα του χρόνου και την έγγαμη συνθήκη. Θα αρκούσαν τα δυο ηλικιωμένα ζευγάρια ως σεναριακό όχημα γι’ αυτό, μα o Mάικλ Τζέικομπς επιστρατεύει κι ένα νεότερο, χαρακτηρολογικά σχηματικότατο, με το θηλυκό μέρος να βλέπει τον γάμο ως αυτοσκοπό και το αρσενικό να τρέμει τη δέσμευση, ενώ μετά το πρώτο ημίωρο επιχειρεί, δυστυχώς, να (εκ)τρέψει το θέαμα σε κωμωδία παρεξηγήσεων. Η πεπειραμένη τετράδα του καστ πασχίζει και ενίοτε κατορθώνει να δώσει τη σπιρτάδα και το νεύρο που λείπουν από τους διαλόγους, χάρη σε αυτή (και μόνο) η ώρα περνά, εξασφαλίζονται και λίγα χαχανητά, ώστε να δικαιολογήσουν τα έξοδα του εισιτηρίου και του πασατέμπου. Ταυτόχρονα, όμως, βρίσκεσαι και να στενοχωριέσαι με το θέαμα, τόσο γιατί εξαπατήθηκες από την εισαγωγή, αναμένοντας δικαιολογημένα περισσότερα, όσο και επειδή βλέπεις πόσο ζεστά έχει πάρει το ζήτημα ο Γουίλιαμ Μέσι, που έχει και μια συγκινητική σκηνή πατέρα-γιου. Του άξιζε μια καλύτερη ταινία – και μια καλύτερη αγκαλιά, όπως λέει και το τραγούδι.