Το «Μια μέρα στη Σαγκάη», η πρώτη ελληνοκινεζική παραγωγή, διαδραματίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στην κινεζική μεγαλούπολη και έχει ως πρωταγωνιστές την Τζίνξι, μια βιολονίστα που σκοπεύει να μετακομίσει στη Βιέννη για να συνεχίσει τις μουσικές της σπουδές και μόλις χώρισε οριστικά, έχοντας πετάξει στα σκουπίδια το αγαπημένο αρκουδάκι του πρώην ζεύγους, και έναν single Έλληνα αρχιτέκτονα, τον Πάνο, που έχει εγκατασταθεί μόνιμα στην πόλη, βρίσκει το αρκουδάκι και της το προσφέρει, ξεκινώντας έτσι μια καλογυρισμένη βόλτα στον δρόμο, σε αξιοθέατα σημεία, εστιατόρια και μπαρ καραόκε ακόμα και στην Ελλάδα, σε μια ονειρική μεταφορά, εκεί όπου η προσέγγιση έχει προβιβαστεί σε πιο εξομολογητική βαθμίδα. Όταν η καταλυτική αφορμή είναι ένα λούτρινο teddy bear, περιμένουμε μια ρομαντική κομεντί στην πιο τρυφερή εκδοχή του είδους.

 

Το Μια μέρα στη Σαγκάη ρέει απαλά σαν διαπολιτισμικός περίπατος, μοιάζει πολύ με την «Before» τριλογία του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ, κυρίως το πρώτο μέρος, είναι γραμμένο κομψά και σκηνοθετημένο σταθερά, αλλά υπολείπεται σημαντικά στην ψυχή και στην αιχμή, αυτήν τη σπίθα που βραχυκυκλώνει τη λογική.

 

Ο Πάνος του Δημήτρη Μοθωναίου, ο οποίος παίζει νατουραλιστικά και αβίαστα και συχνά καταφεύγει στο χιούμορ ως μηχανισμό αυτοπροστασίας, θα μπορούσε να είναι ο Τομ του Χένρι Γκόλντινγκ στο πρόσφατο «Last Christmas»: ένα φάντασμα/από μηχανής Θεός που υπεκφεύγει επειδή έχει σοβαρό λόγο να εμπλακεί (συν)αισθηματικά. Η Τζίνξι της Του Χούα, η οποία ψάχνεται φανερά με τα αγγλικά της και δείχνει τις δυνατότητές της στη σκηνή με τον αποστασιοποιημένο πατέρα της στο σπίτι του, υπονοεί μια αναστάτωση, αλλά διέπεται από σύγχυση. Το φλερτ είναι ελαφρύ, διακριτικό και πολύ ευγενικό για να εγγυάται υπόσχεση καρδιάς.