Υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιδέα πίσω από τη «M3GAN», που τη διαφοροποιεί από άλλες ταινίες με σατανικές κούκλες. Ως μια φίλη με τεχνητή νοημοσύνη, που έχει όλες τις πληροφορίες του κόσμου, που πασχίζει να κρατήσει διαρκώς το ενδιαφέρον ενός παιδιού και που αναπληρώνει τις ποιοτικές ώρες παιχνιδιού με άλλα παιδιά και με τον κηδεμόνα της –εδώ η θεία της–, η M3GAN δεν είναι τίποτε άλλο από μια εξέλιξη της οθόνης (του tablet, του κινητού, του υπολογιστή) που απορροφά το μέσο παιδί, υποκαθιστά τον γονικό ρόλο και το αποτρέπει από τη διαχείριση των επονομαζόμενων αρνητικών συναισθημάτων του, προσφέροντάς του διαρκώς ενέσεις χαράς και αδρεναλίνης.

 

Ο Τζέραρντ Τζόνστοουν εξερευνά αυτή την ιδέα μέσα στο πλαίσιο ενός θεάματος μεταμεσονύκτιου προσανατολισμού και δίνει χώρο και κατανόηση τόσο στη θεία που βρέθηκε με την κηδεμονία ενός παιδιού που δεν είχε προγραμματίσει όσο και στην πιτσιρίκα που καλείται να διαχειριστεί το τραύμα της απώλειας των βιολογικών γονιών της και βρίσκει προσοχή και φροντίδα στo… smart toy που κατασκεύασε η πρώτη.

 

Προς τιμήν του δεν υψώνει το δάχτυλο, προς λύπη μας δεν κατορθώνει και ολοκληρωμένη (δραματουργικά, νοηματικά και κινηματογραφικά εννοούμενη) πραγματεία στο ζήτημα, όπως το πρόσφατο «Come Play», αλλά τουλάχιστον έχει και κάτι να πει και αφιερώνει χρόνο γι’ αυτό, γεγονός που μπορεί να στερεί από μερίδα θεατών το ολοσχερώς camp θέαμα που περίμεναν. Θα αποζημιωθούν όμως και οι τελευταίοι στην τελευταία πράξη, καθώς αυξάνονται τα στιγμιότυπα που αναμενόμενα θα προκαλέσουν χάχανα και τσιρίδες στη γαλαρία των multiplex, ένα μέρος όπου η ταινία αναπόφευκτα θα εκτιμηθεί.