Κλασικός Αρονόφσκι στα θέματα της ψυχικής καταβύθισης και της πνευματικής ανάληψης αλλά και ιδιοφυής εφαρμογή του Άρθουρ Μίλερ στο σινεμά, το σπαρακτικό «The Whale» σηματοδοτεί τη γιγαντιαία επιστροφή του ξεχασμένου και καταφρονεμένου Μπρένταν Φρέιζερ στη μεγάλη οθόνη σε μια οσκαρική ερμηνεία που έχει αποσπάσει ήδη πολλές υποψηφιότητες σε ενώσεις κριτικών και τις Χρυσές Σφαίρες.

 

Το ταξίδι χωρίς επιστροφή του καθηλωμένου στον καναπέ, και λίγο αργότερα σε αμαξίδιο, υπέρ το δέον παχύσαρκου καθηγητή αγγλικών Τσάρλι, που λόγω της αναγκαστικής ακινησίας του παραδίδει διαδικτυακά μαθήματα δοκιμιογραφίας χωρίς να αποκαλύπτει το πρησμένο πρόσωπό του, διαρκεί κάτι λιγότερο από μία εβδομάδα και είναι μια επώδυνη, ενοχική, απρόθυμη άσκηση επιβίωσης στην καθημερινότητα μιας τραγικής φιγούρας: η αδελφή του άνδρα για τον οποίο παράτησε τη σύζυγο και την κόρη του τον φροντίζει, ένας πιτσαδόρος τον προμηθεύει κάθε βράδυ με ένα από τα πολλά λιπαρά γεύματα που συντηρούν τα 250 και πλέον κιλά του, ένας ευγενικός νεαρός διάκονος μιας χριστιανικής αίρεσης εμφανίζεται ξαφνικά στο κατώφλι του προαστιακού διαμερίσματός του, «απειλώντας» τον φορτικά με σίγουρη σωτηρία, αλλά το μόνο μέλημα του Τσάρλι, που αρνείται να πάει στο νοσοκομείο για να βελτιώσει την επιβαρυμένη κατάστασή του, είναι να επανασυνδεθεί με την αποστασιοποιημένη, μονίμως τσαντισμένη 17χρονη κόρη του, Έλι.

 

Για να το κάνει, της υπόσχεται χρήματα από τις αποταμιεύσεις του και βοήθεια στις εργασίες της που πάνε χάλια. Το αντάλλαγμα που της ζητά είναι να γράψει τις δικές της σκέψεις πρώτα πάνω σε ένα ποίημα του Γουίτμαν και αργότερα, όταν βλέπει πως εκείνη είναι αρνητική σε οτιδήποτε, σε ελεύθερο θέμα. Όλα αυτά κρυφά από την πικρά απογοητευμένη πρώην σύζυγό του Μέρι (άλλη μια πονεμένη Παναγιά στη φιλμογραφία του Αρονόφσκι…), η οποία έχει ξεκόψει μαχαίρι τον Τσάρλι μετά την προδοσία της οικογένειας.

 

Διασκευάζοντας το δικό του θεατρικό, ο Σάμιουελ Χάντερ αμέσως βάζει το κοινό να σκεφθεί την οφθαλμοφανή εξίσωση της φάλαινας με τον χαρακτήρα. Ωστόσο ο τίτλος απορρέει από τον «Μόμπι Ντικ» του Χέρμαν Μέλβιλ, και πιο συγκεκριμένα από μια εργασία που ο Τσάρλι ζητά επίμονα να του διαβάσουν για να ανακουφιστεί στην ανταριασμένη αρχή και το σπαρακτικό φινάλε του έργου. Οι λιγοστοί συμπαραστάτες και επισκέπτες του προσπαθούν να τον σώσουν ιατρικά, θρησκευτικά και ψυχολογικά από την ασφυξία που ο ίδιος επιτείνει με βουλιμικές επιδρομές στο ψυγείο και τα συρτάρια, χρόνια καταρρακωμένος από τον αργό θάνατο του εραστή του.

 

Η αλήθεια της ταινίας, που τα βάζει με την ελεημοσύνη και προβοκάρει έχοντας έναν εξοργιστικά αποφασισμένο και αυτοκαταστροφικό άνθρωπο στο επίκεντρο του δράματος, είναι πως κανείς δεν μπορεί να σώσει κανέναν (παρά μόνο με προσωρινά τσιρότα που δικαιώνουν τις ίδιες προθέσεις) αν το θύμα στα μάτια των άλλων δεν βρει το κίνητρο να αναρριχηθεί από τα σκοτάδια του. Σε ένα στενό διαμέρισμα που φαντάζει ακόμη μικρότερο εξαιτίας των τρομακτικών διαστάσεων του πρωταγωνιστή, ο δημιουργός του «Μαύρου Κύκνου» (μιας παρεμφερούς, αν και θεαματικότερης και πιο φανταχτερής ιστορίας μυθιστορηματικής πτώσης) συνθέτει μια συγκινητική διαδρομή λύτρωσης με χαρακτήρες αδρούς και αξέχαστους που συνοδεύονται από ισάξια εκπληκτικές ερμηνείες, από τη Σαμάνθα Μόρτον (της έχω ιδιαίτερη αδυναμία, είχα να τη δω από τη «Συνεκδοχή» του Τσάρλι Κάουφμαν και ακόμη δεν μπορώ να ξεπεράσω τη γλυκιά απελπισία στο βλέμμα της απέναντι στον Σον Πεν στο «Sweet and Lowdown» του Γούντι Άλεν, κάτι που ευτυχώς δεν έχει ξεχάσει πώς να εκφράζει) και την αποκάλυψη που ακούει στο όνομα Σέιντι Σινκ ‒και φυσικά όλοι τη γνωρίζουν από την Kate Bush ενισχυμένη απογείωσή της στο «Stranger Things»‒ ως τη Χονγκ Τσάου, εκπληκτική στο «Downsizing», και τον νεαρό και πολλά υποσχόμενο Τάι Σίμπκινς, που μέχρι πρόσφατα τον κυνηγούσαν οι δεινόσαυροι στο «Jurassic World».

 

Όλο το έργο όμως είναι ο Μπρένταν Φρέιζερ. Ο Ντάρεν Αρονόφσκι ζήτησε έναν ηθοποιό για να ξανασυστηθεί στο κοινό περίπου όπως ο Μίκι Ρουρκ στον «Παλαιστή». Το παραγκωνισμένο λόγω προσωπικών προβλημάτων και μια καταγγελία για σεξουαλική επίθεση προς τον ίδιο που του γύρισε μπούμερανγκ, πάλαι ποτέ μακρυμάλλικο ομορφόπαιδο από τον «Γκαφατζή της ζούγκλας» και παλιομοδίτικο jeune premier στη σινε-σειρά της «Μούμιας» θα μπορούσε να είχε πετύχει την ομαλή μετάβαση σε ρόλους χαρακτήρων με το υπέροχο «Gods and Monsters» (εκεί τα βλέμματα ήταν δικαίως στραμμένα στον Ίαν Μακέλεν), αλλά όλα πήγαν εντελώς στραβά για εκείνον και εγκατέλειψε άδοξα το σπορ του Χόλιγουντ, αν και ο ίδιος υποστηρίζει πως ποτέ δεν απομακρύνθηκε, κάπου στη γειτονιά τριγύριζε, υπονοώντας πως το τηλέφωνό του δεν χτυπούσε.

 

Τώρα είναι η στιγμή, από εκείνες που το Χόλιγουντ τρελαίνεται να διαφημίζει ως comeback stories, αλλά με ένα twist: η εμφάνισή του στην ταινία, μια παραλλαγή προς το χειρότερο, με προσθετικό και βαρύ μακιγιάζ, στρέφει έναν καθρέφτη στον θεατή και σίγουρα παίζει σε διπλό ταμπλό, όταν προσκαλεί όποιον τον βλέπει να ομολογήσει πόσο τον σιχαίνεται, ζητώντας στη συνέχεια να εξηγήσει και τους λόγους, πέρα από τους προφανείς. Η ερμηνεία του, κάτω από τη μάσκα, ξεφλουδίζει με κόπο και αγωνία έναν άνδρα κυριολεκτικά θαμμένο στον εαυτό του, στις τύψεις και την παρεξηγημένη θετικότητά που επιζητά.