«Μη χάσεις τον έλεγχο», φωνάζει στον Φαμπιέτο ο Καπουάνο, ο σκηνοθέτης στον οποίο ο νεαρός Ναπολιτάνος εκμυστηρεύεται την επιθυμία του να κάνει ταινίες. «Θα γίνεις ένας ακόμη βλάκας που θέλει να κάνει σινεμά ή έχεις καμιά ιστορία της προκοπής να πεις;» συνεχίζει να τον προτρέπει.

 

Η φασαριόζικη πατρική συμβουλή έπιασε τόπο και ένα χάραμα σαν κι εκείνο στο Χέρι του Θεού, ο πληγωμένος, εσωστρεφής, αλλά ευχάριστος και προσαρμοστικός έφηβος Πάολο Σορεντίνο ή, τουλάχιστον, μια κοντινή σε αυτόν εκδοχή του μέσω του alter ego του που πρωταγωνιστεί στην ταινία πήρε τη μεγάλη απόφαση να εγκαταλείψει τη γειτονιά του, όπως τραγικά τον εγκατέλειψαν ξαφνικά οι γονείς του, και να δει το μέλλον σε μετωπική σύγκρουση, την ίδια μέρα που η πόλη του πανηγύριζε έξαλλα την κατάκτηση του πρωταθλήματος στο ποδόσφαιρο.

 

Με το φάντασμα του ακόμη ζωντανού στα μέσα της δεκαετίας Φεντερίκο Φελίνι να πλανάται και τη σκιά της ελπίδας να παίρνει σάρκα και οστά με τα απίστευτα, χαρμόσυνα μαντάτα της έλευσης του Μαραντόνα στην πιο φτωχή γωνιά της Ιταλίας, μετά την άδοξη φυγή του από τη Μπαρτσελόνα, η καθημερινότητα του Φαμπιέτο αποκτά νόημα. Δεν έχει φίλη, ούτε φίλους ‒ δεν ξέρει καν να κλοτσάει την μπάλα. Ωστόσο ταυτίζεται με τον ήρωα, τον Θεό Ντιέγκο, και τον ειδωλοποιεί. Βλέπει περισσότερο απ’ ό,τι ενεργεί, χάνεται συχνά στους ήχους του walkman του, δραπετεύει στη φαντασία, αν και δεν του φταίει κανείς.

 

Το όνειρο του κινηματογράφου έρχεται πολύ μετά, και αρκετά συμπτωματικά, στην υπόθεση. Αυτό που κυριαρχεί είναι η θερμή οικογένεια, ο έντονος πατέρας, η μητέρα που κάνει πλάκες, το μεγάλο σόι, η πληθωρικότητα και η ευχάριστη βαβούρα μιας τυπικής μεσογειακής ανατροφής, με ελευθερία και ανοιχτές πόρτες, περίπου στο πνεύμα του Ρόμα του Αλφόνσο Κουαρόν. Ο μεγαλύτερος αδελφός προσπαθεί, χωρίς επιτυχία, να προκριθεί ως κομπάρσος σε ένα δοκιμαστικό για ταινία του Φελίνι και ίσως ο μικρότερος λαμβάνει αδιόρατα το σημάδι για κάτι ουσιαστικότερο στη ζωή του, μια λίγο πιο συγκεκριμένη προοπτική που δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα ενός milieu βουτηγμένου στην παραβατικότητα και στην ανεπάγγελτη περιπλάνηση των συνομηλίκων του.

 

Και αντίθετα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς, ο Σορεντίνο, που σε όλη του την καριέρα ανακαλεί ζωηρά το σινεμά του Φελίνι, εδώ συγκρατείται και αναδεικνύεται περισσότερο στις πιο ήσυχες σκηνές. Στο δικό του Amarcord, οι αναμνήσεις συχνά συγχέονται και βγαίνουν παραθετικά, με εμφάσεις και υπερβολές: οι καμπυλώδεις γυναίκες μοιάζουν βγαλμένες από ένα best of του μαέστρου και τα σκηνικά παραπέμπουν στη συχνά γεωμετρικά υπολογισμένη και στην εντέλεια επιμελημένη καλλιτεχνική διεύθυνση που χαρακτηρίζει τις ταινίες του, κυρίως την Τέλεια Ομορφιά και το Il Divo.

 

Υπάρχει θέρμη και ιδρώτας στην αναμνηστική αυτοβιογραφία του Σορεντίνο και το Χέρι του Θεού λειτουργεί παραδόξως καλύτερα στις χαμηλόφωνες στιγμές, ειδικά στον διάλογο του Φαμπιέτο με τη μάνα του, όταν ο μεγάλος αδελφός βρίσκει γκόμενα και πετάει μακριά από τη φωλιά, στο ξεπαρθένεμά του με μια γυναίκα που δεν περιμένει κανείς πως θα ξεκλείδωνε τη συστολή του, στα βλέμματα αληθινής αγάπης που ανταλλάσσουν οι γονείς του και σε μια αξέχαστη σεκάνς, τη στιγμή που η ενηλικίωση αγριεύει με την τραγική είδηση που χωρίζει το πρώτο από το δεύτερο μέρος.

 

Η περίφημη παρέμβαση του Μαραντόνα στο «πέτσινο» γκολ που ταπείνωσε τους Άγγλους και έστειλε στα ουράνια όλο τον πλανήτη παίζει τον ρόλο της, περισσότερο όμως ως μεταφυσικός παραλληλισμός μιας απίθανης ενέργειας με το θαύμα που περιμένει ένα παιδί για να ανοίξει τα μάτια του στον κόσμο που μέχρι τότε θεωρούσε δεδομένο και ανούσιο.

 

Το Χέρι του Θεού, με το μεγάλο βραβείο της επιτροπής στο πρόσφατο Φεστιβάλ Βενετίας, είναι ένα συναρπαστικό χρονικό της εφηβείας (και όχι απλώς ένα δράμα ενηλικίωσης) μέσα στις ανισότητες και στις διακυμάνσεις του, που επωφελείται από την ντελικάτη, μελαγχολική παρουσία του πρωταγωνιστή Φιλίπο Σκότι, στο στυλ του Τιμοτέ Σαλαμέ, και, για τα λίγο πιο παρατηρητικά μάτια, μια ενδιαφέρουσα καμπύλη ενώνει το κινηματογραφικό σύμπαν του Φελίνι με την πιο πρακτική, ευαίσθητη γραφή χαρακτήρων και καταστάσεων του Αντόνιο Καπουάνο, του σκηνοθέτη με τον οποίο ξεκίνησε ο Σορεντίνο, γράφοντας το σενάριο για την ταινία Polvere di Napoli το 1998.