Μια όχι θεαματικά πρωτότυπη, ούτε αξέχαστη, αλλά απλώς ωραία ιδέα, πολλαπλασιασμένη στον χρόνο και τις διαστάσεις είναι η ταινία που έχει περάσει από κύματα και εμπόδια μέχρι να βγει στη μεγάλη οθόνη: σαν να το έκανε επίτηδες, το Έζρα Μίλερ ξεκίνησε ένα ρεσιτάλ αυτοκαταστροφής με το που το Flash πήρε το πράσινο φως να αναβαθμιστεί σε κεντρική κινηματογραφική περιπέτεια, προφανώς λόγω δημοφιλίας. Η καθυστέρηση στην κυκλοφορία της, και η επιμελημένη καμπάνια χωρίς συνεντεύξεις με τον πρωταγωνιστή που απέχει από το προσκήνιο εδώ και έναν χρόνο (και μόλις πρόσφατα εμφανίστηκε για να ευχαριστήσει όλους τους συνεργάτες του, σύντομα και συνοπτικά) αποτελεί ολόκληρο κεφάλαιο παραφιλολογίας. Στο διά ταύτα, βλέπουμε μια ανθολογία χαρακτήρων απ’ όλα τα σύμπαντα της DC, παρελθόντα και παρόντα, με τον Μπεν Άφλεκ να εκστομίζει λίγα πονεμένα λόγια σοφίας και να δίνει τη σκυτάλη στον (χαρήκαμε που τον ξανασυναντήσαμε, και θέλαμε κάτι πιο ζουμερό) Μάικλ Κίτον, έναν Batman από τα παλιά, συνταξιοδοτημένο και απομονωμένο στην έπαυλή του, σε μια χρονική ζώνη στην οποία έχει μεταβεί ο Μπάρι/Flash με τον εναλλακτικό, μακρυμάλλικο, έφηβο κα ορμητικό εαυτό του για να αποτρέψουν τη δολοφονία της μητέρας του. Στην καλύτερη ίσως σκηνή της ταινίας του Άντι Μουσκιέτι, ο Κίτον εξηγεί πως ο χρόνος δεν είναι γραμμικός αλλά ένα πιάτο μακαρόνια «που διασταυρώνονται ακατάστατα» και η σάλτσα που μπαίνει από πάνω τα μπερδεύει ακόμα περισσότερο ‒ a hot mess. Το Έζρα Μίλερ κρατά ακέραια τη λεπτή γραμμή μεταξύ του επείγοντος της δράσης και του ανώριμου του χαρακτήρα του νεότερου Flash, μαγνητικού όσο και παιδιάστικου, αλλά το σύνολο μοιάζει με γιγαντιαίο container από περιστατικά και ολογράμματα (έχει μάλλον δίκιο ο Μάικλ Σάνον όταν δηλώνει πως δεν είχε τίποτε να «παίξει» στην ταινία) που πηγαινοέρχονται σε μια περιστρεφόμενη πίστα.