Ο μαγοζωολόγος Νιουτ Σκαμάντερ επιστρέφει για να επιθεωρήσει έναν σημαντικό τοκετό, τον ερχομό στον κόσμο ενός πολύτιμου ζώου, του Τσιλίν, με τη νεανική και συνάμα ώριμη μορφή, που βλέπει απευθείας στην καρδιά των ανθρώπων, αναγνωρίζει έμφυτα τον ενάρετο και υποκλίνεται μπροστά του. Ο στιγματισμένος για τις ατιμωτικές πράξεις του Γκέλερτ Γκρίντελβαλντ στέλνει τα πρωτοπαλίκαρά του να το κλέψουν, έτσι ώστε να αποκτήσει την ικανότητα να μαντεύει τις προθέσεις και να προβλέπει τις κινήσεις των αντιπάλων του και να προετοιμάζεται ανάλογα, και με τη βοήθεια του ικανότατου Κρίντενς το υφαρπάζει, φαινομενικά κερδίζοντας το πλεονέκτημα.

Ωστόσο η νεκρή πλέον μητέρα του Τσιλίν έχει γεννήσει δίδυμα, το εναπομείναν έρχεται στην κατοχή του Νιουτ, μπαίνει προσεκτικά στην παλιομοδίτικη βαλίτσα του και ταξιδεύει ως επτασφράγιστο μυστικό όπλο με μια παρέα μάγων, μαγισσών και του γνωστού από το πρώτο επεισόδιο φούρναρη Κοβάλσκι, του «άμαγου» Νεοϋορκέζου που έχει πάντα αδυναμία στην αναποφάσιστη, χαμηλής αυτοπεποίθησης Κουίνι και με την αυθεντικά αφελή γενναιότητά του πλαισιώνει την ομάδα κρούσης στην κρίσιμη για το μέλλον του κόσμου κλιμάκωση μιας ακόμη εσχατολογικής ψηφοφορίας.

Το τρίτο μέρος των Φανταστικών Ζώων τοποθετείται στην προπολεμική Νέα Υόρκη, στο Βερολίνο κατά τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, το 1930, και βέβαια σε μέρη εξωπραγματικά, ως πρίκουελ του Χάρι Πότερ.

Από τότε που βγήκε στις αίθουσες το προηγούμενο κινηματογραφικό επεισόδιο, η συγγραφέας Τζ.Κ. Ρόουλινγκ, που υπογράφει το σενάριο με τον έμπειρο Στιβ Κλόουβς, δεν έχει σταματήσει να δέχεται επιθέσεις για τις αμφιλεγόμενες θέσεις της όσον αφορά την τρανς κοινότητα. Ο Έζρα Μίλερ, που επαναλαμβάνει το ρόλο του Κρίντενς, αλλά με περιορισμένη δράση, λογοδοτεί στη Δικαιοσύνη για τους μπελάδες που προκάλεσε με τους καβγάδες του στη Χαβάη. Και ο Τζόνι Ντεπ, με αφορμή τα προσωπικά και πολύ προβεβλημένα θέματα ενδοοικογενειακής βίας, παύθηκε από τα καθήκοντα του ρόλου του και τη θέση του στη σειρά πήρε ο αξιότιμος Μαντς Μίκελσεν. Ο Γρίντελβαλντ που πλάθει είναι πιο κοντά στο cool στυλ του, βασίζεται στις εκφραστικές αποχρώσεις και την υπόγεια απειλή, αυτό το βλέμμα που σπάει κόκαλα, και ως πανίσχυρος κακός με ιδεολογικά απωθημένα μοιράζει την έμπνευσή του μεταξύ Χίτλερ και Τραμπ, ένα υβρίδιο φασίστα και λαϊκιστή που στέκει με άνεση στη ρετρό απεικόνιση του αιώνιου δικτάτορα.

Η ταινία δομείται πάνω στην παρελθοντική, βαθιά σχέση του με τον Άλμπους Ντάμπλντορ: στα νιάτα τους μοιράστηκαν ερωτικό πάθος καθώς και την εχθρότητά τους προς τους «μαγκλ», αλλά ο Ντάμπλντορ άλλαξε ρότα και προτίμησε το συμβιωτικό μονοπάτι, σε αντίθεση με τον πάλαι ποτέ αγαπημένο του Γκέλερτ, ο οποίος κόλλησε οριστικά στο μίσος και έσπειρε το χάος για να αποδείξει τη σνομπίστικη απέχθειά του προς τους περιττούς γήινους. Ένα φιαλίδιο με το παλλόμενο αίμα του παλιού τους δεσμού θυμίζει το παρελθόν και ο σκηνοθέτης Ντέιβιντ Γιέιτς, βετεράνος και γνώστης του ιδιαίτερου κόσμου της Ρόουλινγκ, αφήνει το μυστικό ως δραματικό απόηχο, ένα μακρόσυρτο αποσιωπητικό ρήξης και θυμού που δεν έχει επιλυθεί.

Τα Μυστικά του Ντάμπλντορ δίνουν την αίσθηση ενός ακόμη καλοστημένου μεταβατικού δίωρου (η συγγραφέας άλλαξε γνώμη στην πορεία και αποφάσισε πως θα ολοκληρώσει τα Φανταστικά Ζώα σε πέντε μέρη αντί για τρία) και αδυνατούν να συγκεντρωθούν σε ένα συναρπαστικό κεντρικό θέμα. Ο Σκαμάντερ, χαριτωμένος και αστείος, ειδικά στη σεκάνς που απελευθερώνει τον αδελφό του, ξεγελώντας τον δεσμοφύλακα (ο απολαυστικός Πέτερ Σιμόνιτσεκ από το Τόνι Έρντμαν της Μάρε Άντε) και χορεύοντας εξωτικά με αηδιαστικά τερατάκια για να τα αποφύγει μέσα στη σπηλαιώδη φυλακή, δεν είναι Χάρι Πότερ. Η εκκεντρικότητά του δεν ξεσηκώνει, δεν συγκινεί ακριβώς και η περσόνα του, αυτή του καλόκαρδου, αλαφροΐσκιωτου, μονίμως αφηρημένου ντροπαλού Dr Dolittle με ραβδί, ασυμμάζευτο παντελόνι και ακατάστατα μαλλιά λειτουργεί ως καταλύτης συνδράμοντας το μαγικό βασίλειο των ζώων που περιποιείται κόντρα στην άσχημη πραγματικότητα μιας νεφελώδους δημοκρατίας που καταρρέει μπροστά στον διχασμό.

Η χειρονομία της Ρόουλινγκ να δώσει συνέχεια στο παιδικό της έπος με μια σοβαρή αλληγορία για τους σύγχρονους πολιτικούς κινδύνους είναι σίγουρα μια ευγενής χρήση της επιρροής της. Εύλογα και ευανάγνωστα, το δίλημμα ξεπροβάλλει καθαρό και προσβάσιμο: το κακό είναι θελκτικό, γι’ αυτό και παρασύρει ευαίσθητες και ορφανεμένες ψυχές, τους ρευστούς και προδομένους που δεν είναι σίγουροι πώς θα διοχετεύσουν τα χαρίσματα και την αγάπη τους, και στον αντίποδα το καλό δεν ακούγεται πάντα χαρωπό και ρόδινο.

Με την ψυχραιμία του ο Τζουντ Λο ξεχωρίζει στον ρόλο του γκέι Άλμπους σε ένα πορτρέτο με πίκρα και δύναμη ψυχής, χωρίς υπερβολές και γκριμάτσες. Και παρά τις νόστιμες στιγμές, ο Γιέιτς περισσότερο συντηρεί το βασίλειο ως κλειδοκράτορας μιας αυτοκρατορίας οπτικοακουστικής ενηλικίωσης με άξονα τη μαγεία παρά ως οραματιστής. Σκηνοθετεί λέγοντας «μη βιάζεστε, ξέρω τον προορισμό, έχω ξανακάνει το ταξίδι πολλές φορές, και θα σας βγάλω στο λιμάνι με ασφάλεια». Το θέμα είναι αν τα καθ’ όλα συμπαθή Φανταστικά Ζώα θα απογειωθούν ποτέ.