Στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, σε συμπαραγωγή με τη γαλλική Le Pacte και συνεργασία με μεγάλα ονόματα του ευρωπαϊκού σινεμά, όπως ο υποψήφιος για Όσκαρ μοντέρ Γιώργος Λαμπρινός και ο πολυβραβευμένος Γκάμπριελ Γιαρέντ, ο οποίος συνέθεσε μια βαθιά δραματική, ασυνήθιστη για τα ελληνικά δεδομένα πρωτότυπη μουσική επένδυση, ο Χρήστος Μασσαλάς φτιάχνει ένα ανθρώπινο σύμπαν στον μικρόκοσμο της στοάς του Broadway, του κατ’ όνομα αθηναϊκού υποκατάστατου της λαμπερής νεοϋορκέζικης έννοιας του ψυχαγωγικού και όχι μόνο θεάτρου, σε μια σαφή αντιστροφή ρόλων με δραματουργία δυναμική και θεματική σύγχρονη.

 

Το σενάριό του αναλογίζεται πώς θα ήταν οι χαρακτήρες ενός γκανγκστερικού αμερικανικού μιούζικαλ σαν το Ένας χορός για σένα του Μινέλι, ας πούμε, στην Ελλάδα του σήμερα και η σκηνοθεσία του τους φαντάζεται σε μια παλλόμενη θεατρική σκηνή.

 

Η ηρωίδα είναι κόρη μπαλαρίνας και δουλεύει ως στρίπερ, είναι, κατά τη δική της ομολογία, εύφλεκτη και εκρηκτική, έλκεται από έναν καλλιτέχνη/απατεώνα και βρίσκει στέγη στο εγκαταλελειμμένο υπόγειο, νιώθοντας συγγένεια με τους υπόλοιπους «ορφανούς» πορτοφολάδες. Από το κοινόβιο οι Όλιβερ Τουίστ της Πατησίων εξορμούν για τον επιούσιο: κλοπές και κόλπα με στημένες υπαίθριες παραστάσεις που καταλήγουν σε κυνηγητά και συλλήψεις, επεισοδιακή διάσωση από συντονισμένες drag queens, σεξ και τραχιές κουβέντες, μια άτακτη μαϊμού ανάμεσα στα ξεχασμένα props, ο μυστηριώδης Μαραμπού («που αν τον δεις μια φορά, δεν θα τον ξεδείς»), ο κακός, βαρύς και ασήκωτος εκμεταλλευτής φτυστός ο… Γιάγκος Δράκος (ευχάριστη έκπληξη η επανεμφάνιση του Χρήστου Πολίτη) και ένας έρωτας που γεννιέται στα συντρίμμια και οδηγεί στη μεταμόρφωση του μαύρου προβάτου, του χορευτή Γιόνας που έγινε Μπάρμπαρα ‒ μια προσωπική προσθήκη/ανάμνηση του σκηνοθέτη σε σχέση με το Broadway Album της Μπάρμπρα Στράιζαντ.

 

Από τους σινεφίλ συσχετισμούς του ελληνικού κινηματογράφου των ’80s με το κλασικό αμερικανικό σινεμά, όπως το Βαριετέ του Νίκου Παναγιωτόπουλου και η Ρεβάνς του Νίκου Βεργίτση, ως το Broadway έχει μεσολαβήσει το meta, δηλαδή η μετάβαση από το homage στην αφομοίωση και ο Χρήστος Μασσαλάς αξιοποιεί τις πολλές αναφορές του, από τα διφορούμενα κλειδιά της πλοκής του Χίτσκοκ και τη δακρυσμένη αναζήτηση ταυτότητας του Αλμοδόβαρ ως την queer προοπτική της νέας οικογένειας του Πάνου Κούτρα, για να πλάσει ένα ιδιότυπο χαρμάνι ειδών και χαρακτήρων, ένα ευέλικτο νουάρ συνεχών αποδράσεων και απωθημένης ευαισθησίας.

 

Η έμφασή του στις λεπτομέρειες, στη σημασία και στην κατεύθυνση του βλέμματος, καθώς και στο φως και στη σκηνογραφία είναι αξιοπρόσεκτη, αν και συχνά, στην επιτυχημένη του προσπάθεια να φέρει κοντά το ετερόκλητο έμψυχο υλικό του, αντλώντας μαύρο χιούμορ μέσα από την αχνή ελπίδα, η δράση χάνει τον στόχο και υπολείπεται του σασπένς που χτίζουν η μουσική και το voice over της εξαιρετικής Έλσας Λεκάκου, η οποία πετυχαίνει μια δύσκολη ισορροπία αταλάντευτης δριμύτητας και αυθεντικής έγνοιας.