Ενώ οι ταινίες τους δεν μοιάζουν υφολογικά και οι σκούφιες τους κρατάνε από διαφορετικές σχολές, ο Ντέιβιντ Ο’ Ράσελ και ο Τζέιμς Λ. Μπρουκς εκτροχιάζονται με την ψυχή τους, εξίσου θεαματικά, όταν τους ξεφεύγει ο έλεγχος.

 

Ο Μπρουκς, που ανήκει σε άλλη γενιά και αναλαμβάνει πάντα παραγωγή, σενάριο και σκηνοθεσία μόνος του, ξεκίνησε από τα sitcoms, πέρασε στους Σίμπσονς και μετέβη στο σινεμά με τις Σχέσεις Στοργής, αλλά το τερμάτισε με το ναυάγιο που έχει τίτλο How do you know, που έχει ως μοναδικό παράσημο την τελευταία εμφάνιση του Τζακ Νίκολσον, πριν από τη σιωπηλή του αποχώρηση. Στα φόρτε του έβλεπες πώς έλαμπαν οι ατάκες, πώς αξιοποιούσε τις σιωπές και τα νεύματα, με ποιον τρόπο μπόλιαζε τα κερδισμένα του μίλια στο δικάμερο, μετατρέποντας ένα στόρι σε συγκροτημένη δομή dramedy. Ωστόσο, στην πορεία φάνηκε να το χάνει, δέσμιος της αυτοπεποίθησης και του πείσματος πως μπορεί να τα κάνει όλα χωρίς παραχώρηση.

 

Ο Ο’ Ράσελ δεν δοκιμάστηκε ποτέ στη μικρή οθόνη, ξεκίνησε με μικρού μήκους και απέκτησε στίγμα δημιουργού σύγχρονου screwball, με λοξές πάσες και αναπάντεχες στροφές στο τόξο που προόριζε για τους χαρακτήρες του. Αυτό που οι Αμερικανοί ονομάζουν «indulgence», έναν ακκισμό στην ιδιομορφία του στυλ, επηρεάζει σταδιακά τη γραφή του και το πιο πρόσφατο, πανάκριβο πόνημά του δείχνει πόσο ζορίζεται η σκηνοθεσία όταν το σενάριο δουλεύει σαν μεγαλομανιακή μηχανή στα κόκκινα.

 

Στην πολυπρόσωπη αντιφασιστική κομεντί προς συμμόρφωση και παραδειγματισμό, ο Μπερτ Μπέρεντζεν (Κρίστιαν Μπέιλ) είναι ο γιατρός εβραιο-καθολικού background που εξαναγκάστηκε από τον ψηλομύτη πεθερό του σε στρατιωτική θητεία για να αποκτήσει κοινωνικό status, ο Χάρολντ Γούντσμαν (Τζον Ντέιβιντ Ουόσινγκτον), ο δικηγόρος φίλος του στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η Βάλερι Βόουζ (Μάργκο Ρόμπι), η νοσοκόμα που τους φρόντισε στο Βέλγιο, όταν τραυματίστηκαν σοβαρά ‒ έβγαλε προσεκτικά όλα τα σκάγια από το δέρμα τους και έφτιαξε σιδερένια σερβίτσια. Οι τρεις τους ζουν ένα ανέμελο «χαμένο Σαββατοκύριακο» στο Άμστερνταμ, μια περίοδο ουτοπικής ελευθερίας, και όταν επιστρέφουν στη Νέα Υόρκη ο Μπερτ και ο Χάρολντ κατηγορούνται άδικα για τον φόνο ενός ευπατρίδη (Εντ Μπέγκλι) και το μοιραίο ατύχημα της κόρης του (Τέιλορ Σουίφτ, σε ένα αξιομνημόνευτα bizzare, πολύ σύντομο πέρασμα).

 

Προσπαθώντας απελπισμένα να βγάλουν από πάνω τους κάτι που φαίνεται ανεξήγητη πλεκτάνη, βρίσκουν την εξαφανισμένη και κατεσταλμένη από τα φάρμακα Βάλερι στο σπίτι του ευκατάστατου αδελφού της (Ράμι Μάλεκ) και της νευρικής συντρόφου του (Άνια Τέιλορ Τζόι). Όλα τείνουν προς τον αξιοσέβαστο βετεράνο του πολέμου Γκίλ Ντίλεμπεκ, έναν εμψυχωτικό και ακέραιο άνθρωπο που εμπνέει, γι’ αυτό και αποτελεί στόχο επικίνδυνης προπαγάνδας. Παραδόξως, ο Ρόμπερτ ντε Νίρο που τον υποδύεται είναι ο ψύχραιμος συνδετικός κρίκος μιας ταινίας που διογκώνει τον σεναριακό μαξιμαλισμό του Ντέιβιντ Ο’ Ράσελ, του δημιουργού του Οδηγού Αισιοδοξίας και του American Hustle ο οποίος σπάνια υπερβαίνει τα όρια που υπόσχονται οι ιστορίες, επιδιώκοντας με βασανιστική αγωνία (ή μαγική αγαλλίαση στα καλύτερά του) την έκπληξη και την πρωτοτυπία.

 

Ο Ντίλεμπεκ βασίζεται στην αληθινή ιστορία του στρατιωτικού Σμάντλι Μπάτλερ που ο Ο' Ράσελ έψαξε, βρήκε και πρότεινε στον Ντε Νίρο. Η απόπειρα περιγραφής του στόρι είναι μάταιη: μπαίνουν και βγαίνουν τόσοι χαρακτήρες, από τον Μάικ Μάγιερς, που προσφέρει μια σειρά από υψηλής ποιότητας γυάλινα μάτια για να αντικαταστήσει το χαμένο δικό του ο Μπέιλ, τον μορφινομανή ντετέκτιβ Ματίας Σκουνέρτς και τον γκαφατζή βοηθό του Αλεσάντρο Νίβολα ως την ειδικευμένη στις αυτοψίες Ζόε Σαλντάνα και την Άντρεα Ρίζμπορο, τη σύζυγο που δεν ανέχεται τον κάποτε ελκυστικό, αλλά πλέον δύσμορφο σύζυγό της. Με την πείρα και την κατακτημένη δεινότητά του στην αφήγηση, ο Ο’ Ράσελ βάζει τάξη στο χάος και μας πλοηγεί σε ένα δυσνόητο παζλ προσώπων και καταστάσεων, ένα μπέρδεμα που τεντώνει μέχρι την τελική σεκάνς-σήμα κατατεθέν της φιλμογραφίας του, εκεί όπου μαζεύονται όλοι και πέφτουν οι μάσκες.

 

Το μεγάλο πρόβλημα είναι η έλλειψη ανάσας και το προφανές μήνυμα, μια μεσοπολεμική αλληγορία για τον διόλου υφέρποντα τραμπισμό, την κατακρήμνιση της αξιοπρέπειας της δημοκρατίας με την υπενθύμιση της υφαρπαγής της κυριαρχίας του λαού από την εξουσία των ολίγων και ισχυρών, με βιαίως αντικανονικές διαδικασίες και εξοργιστική ατιμωρησία. Δεν υπάρχει κανένα εμπνευσμένο υπονοούμενο σε όλα αυτά, όλα λέγονται και επαναλαμβάνονται σαν χρήσιμο μάθημα από ηθοποιούς που θεατρινίζουν σε μια παράσταση οριακά πιστευτή, αν και ιστορικά αληθής στη βάση της.

 

Σίγουρα κάποιες από τις εκατοντάδες σκηνές προκαλούν χαμόγελο και αναδίδουν πνευματώδη παρατήρηση, αλλά σε αυτή την τοιχογραφία εποχής που φωτογράφισε ο Εμάνιουελ Λουμπέτσκι στην επιστροφή του μετά τη δοξασμένη θητεία του δίπλα στους συμπατριώτες masters Κουαρόν και Ινιάριτου το εξαντλητικό σύνολο εξουθενώνει και συχνά αυτοαναιρείται.