Τρελό, υπέροχο σινεμά από έναν από τους τελευταίους, αυθεντικούς τρελούς δημιουργούς, τον ακριβοθώρητο Λεός Καράξ, το πάλαι ποτέ τρομερό παιδί και εδώ και μερικά χρόνια μυστηριώδη καταραμένο, που αναγραμμάτισε τα δύο ονόματά του (Όσκαρ και Άλεξ) και μαζί ανακάτεψε τη γραμματική του γαλλικού κινηματογράφου με υπερβολή, εμμονές, παραλογισμό και τόλμη. Ο σταθερός πρωταγωνιστής των ταινιών του, ο Ντενί Λαβάν, άσος στους λαστιχένιους μορφασμούς, αποκρουστικός Νοσφεράτου/Κουασιμόδος, τρυφερός και πρόθυμος για συναισθηματικές βουτιές χωρίς δίχτυ προστασίας, ικανός να φλερτάρει ασύστολα και να διεκδικήσει με μακάβριο μπρίο τη χυμώδη Έβα Μέντες σε μια σκηνή ανθολογίας στο νεκροταφείο και να κάνει τη Μινόγκ να τραγουδήσει στην ταράτσα με τα neon lights, στο Holy Motors υποδύεται ασταμάτητα ρόλους επί πληρωμή, ως ηθοποιός της ζωής και του θανάτου. Το κόστος είναι τεράστιο: χρησιμοποιώντας μια μισθωμένη λιμουζίνα ως καμαρίνι και καταφύγιο, ο Ηθοποιός ανοίγει συνεχώς πόρτες, στην αρχή ως υπνοβάτης σε εφιάλτη του Λιντς και στη συνέχεια ως μανιακός καμποτίνος, και μπαίνει σε απαιτητικές καταστάσεις/σκηνές που στεγνώνουν την ψυχή του, καθώς απαιτούν το 100% ενός κασκαντέρ και όλο το είναι ενός ανθρώπου που δεν γίνεται να παραστήσει, αλλά οφείλει να ζήσει μέχρι τέλους την αποστολή του. Περιστασιακά, συναντά τον πραγματικό κόσμο, αν όχι τον όποιο «εαυτό» του, όπως με την επαφή του με την Κάιλι Μινόγκ στην ερημωμένη Samaritaine, το πολυκατάστημα που δέσποζε στην άκρη της γέφυρας, από την παλιότερη ρομαντική εξτραβαγκάντζα του Καράξ, τους Εραστές της Pont Neuf. Κι ενώ το ρομάντσο δεν είναι ακριβώς παρένθεση στο Holy Motors, οι σουρεαλιστικές βινιέτες δίνουν τον τόνο στη διαλεκτική της ταυτότητας μέσα από την επώδυνη αναγκαιότητα των μεταμορφώσεων. Οι μηχανές της ταινίας, από τον φουτουριστικό διάδρομο τρεξίματος μέχρι τα αυτοκίνητα στο γκαράζ, είναι τα σύμβολα της κίνησης και μια απαραίτητη πινελιά χιούμορ, που σπάει την τυπική παριζιάνικη ποίηση που χαρακτηρίζει το σινεμά του σκηνοθέτη. Χωρίς να σνομπάρει τον θεατή, ο Καράξ χρησιμοποιεί τα όπλα και τις σιγουριές του (τον Λαβάν, τους κώδικές του, το ελεγχόμενο περιβάλλον και τη σινεφιλία) για να ανοίξει συζητήσεις και να προκαλέσει συγκινήσεις. Μελαγχολικό και εφευρετικό, το Holy Motors είναι το πιο ώριμο έργο ενός σκηνοθέτη που αποζητά τις εκπλήξεις και δεν δεσμεύει τον θεατή σε μια τελεσίδικη ετυμηγορία, αλλά προτιμά να τον παρασύρει σε μια υπερβατική Οδύσσεια.