Είτε εξερευνά τρομοκράτες, βρικόλακες, ηθοποιούς ή σύγχρονες femmes fatales, δουλεύοντας με Αμερικανούς, Γάλλους και Λατίνους, είτε μιλά για τον Μάη του ’68 και τον εθισμό στην ηρωίνη, ο Ολιβιέ Ασαγιάς δεν αποβάλλει ποτέ τα δύο βασικά χαρακτηριστικά του κλασικού Γάλλου σκηνοθέτη, τον διάλογο και τα υπαρξιακά διλήμματα των ηρώων του.

 

Πρώην κριτικός κινηματογράφου, ένας διανοούμενος σινεφίλ, βασικός υπεύθυνος για τον φεστιβαλικό εξευρωπαΐσμό της Μάγκι Τσενγκ παλιότερα και πρόσφατα της Κρίστεν Στιούαρτ και μάχιμος σε διαφορετικά είδη ταινιών, αψηφά αθόρυβα και συστηματικά την τυποποίηση: για κάθε Κάρλος και WASP Network, περιπέτειες με διεθνή αέρα παραγωγής, στις οποίες αφήνεται περισσότερο στην πλοκή, υπάρχουν το μυστήριο του Σιλς Μαρία και η διφορούμενη υπέρβαση του Personal Shopper, αλλά και οι ακραίες καταστάσεις των Demonlover και Irma Vep. Η ομολογημένη του λατρεία στα φιλμ του βωβού αντιτίθεται στον έντονο λόγο των ταινιών του ‒ ενδεχομένως, η πρόθεσή του να πειραματιστεί στα genres βασίζεται σε μια κατακτημένη θεωρητική αυτοπεποίθηση πάνω στην εικόνα, ως άτυπος Γάλλος ομόλογος του Ταραντίνο, μείον τη βία και το fun.

 

Το μυστικό στη φιλμογραφία του είναι το πλαίσιο που συνήθως αποτελεί την αφορμή για κάθε του πρότζεκτ, μια και ο ίδιος γράφει το σενάριο. Στα Παιχνίδια Ζευγαριών, που έκαναν πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βενετίας του 2018, το σύμπαν των εκδόσεων περιβάλλει ένα κουαρτέτο πρωταγωνιστών και η ταχεία αλλαγή των συνθηκών ανάγνωσης και πώλησης των μυθιστορημάτων τον απασχολεί σε μια ανθρώπινη συναλλαγή, περίπλοκη και φορτισμένη. Επιλέγοντας τόνο casual, μάλλον ανάλαφρο και καθημερινό, δημιουργεί οικειότητα ανάμεσα σε έναν εκδότη, μια ηθοποιό, έναν συγγραφέα και μια σύμβουλο πολιτικών, και τον θεατή: πρόκειται για τέσσερα επαγγέλματα γνωστά μεν, αλλά εξειδικευμένα και απομακρυσμένα από τον μέσο όρο, που ο Ασαγιάς προσγειώνει σε προσβάσιμους όρους, δίνοντάς τα σε ηθοποιούς που καταφέρνουν να τα μεταδώσουν με αμεσότητα και νατουραλισμό.

 

Το παιχνίδι παίζεται κυρίως μεταξύ του Αλέν/Γκιγιόμ Κανέ, του επιτυχημένου εκδότη που βρίσκεται σε καμπή στη σχέση του και την καριέρα του, και του Λενάρ/Βενσάν Μακέν, του αγχωμένου συγγραφέα που ζητά να τον δει για να μάθει τη γνώμη του για το βιβλίο που έγραψε, ένα μυθιστόρημα αποκαλυπτικό για τη σχέση του με την πρώην του, γεμάτο με απωθημένα και αδιακρισίες. Όσο πιο ευγενικά γίνεται, ο Αλέν προσπαθεί να εξηγήσει στον Λενάρ πως δεν θα τον «εκδώσει», όπως είχε κάνει στο παρελθόν, διαχωρίζοντας το γούστο του από τη δουλειά. Ο Λενάρ φαίνεται κολλημένος, τυπικό δείγμα καλλιτέχνη απασχολημένου με τον εαυτό του, νευρικού για το μέλλον του στον χώρο, ολωσδιόλου παράταιρου στο ψηφιακό μέλλον των γραμμάτων, που δεν διαφαίνεται απλώς αλλά ισχύει παράλληλα με την παραδοσιακή τυπογραφία. Η αρχική τους συνάντηση σε ένα παριζιάνικο μπιστρό, σε σχέση με την τελική τους κουβέντα, χαλαρά και ευχάριστα, στη λιακάδα μιας παραλίας, καταρρίπτει τις τυπικότητες και τα μισόλογα, πάντα σε πολιτισμένο κλίμα, μετά από μια διαδρομή διαφωτιστική για τη μετάβαση από το παλιό βιβλίο στο σύγχρονο ανάγνωσμα, και αποδεικνύει πως ο έμπορος και ο δημιουργός οφείλουν αμφότεροι να προσαρμοστούν, με διαφορετικά όπλα, στην εξουσία του αλγόριθμου.

 

Τα φερώνυμα παιχνίδια των δύο ζευγαριών (συζυγικές απιστίες και ψύχραιμες εξομολογήσεις με διαφορά φάσης) λειτουργούν απλώς ως σεναριακό πρόσχημα σε μια ταινία-δήλωση, την παραβολή των ανησυχιών του Ασαγιάς για τις αγρίως μεταβαλλόμενες διαθέσεις και τις πρακτικές κατανάλωσης του κοινού. Το ενδιαφέρον της ταινίας εντοπίζεται στη δυναμική των δύο ανδρών, και ο Ασαγιάς κατανοεί και τους δυο. Προφανώς αποτελεί τη συνισταμένη του καθαρού δημιουργού και, ως παραγωγού των περισσότερων ταινιών του, του ανθρώπου που θέλει να χειρίζεται τη μοίρα του έργου του.

 

Τον θυμάμαι να επιμένει πως, μετά από πολλές δοκιμές, κατέληξε οριστικά στο σελιλόιντ ως τη μοναδική αυθεντική έκφραση μιας ταινίας και όμως, μόλις πέρσι παραδέχτηκε πως γύρισε σε digital, μάλλον διότι οι επιλογές του περιορίστηκαν σημαντικά, και το τελικό αποτέλεσμα δεν απέχει πολύ από την τελειότητα του φιλμ. Όπως λέει με τη μόνιμη ηρεμία του ο Αλέν στο Non-Fiction, τον πρωτότυπο, ειρωνικό τίτλο ενός χαλαρού δοκιμίου πάνω στον αναίμακτο συμβιβασμό και την τιμιότητα των προθέσεων, το ψηφιακό με το έντυπο συνυπάρχουν και η μαζικότητά τους παίζεται στην τιμή στην οποία διατίθενται.