Το Πέθανε Αγάπη μου, που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα του 78ου Φεστιβάλ Καννών χωρίς να αποσπάσει κάποιο βραβείο, μας υπενθυμίζει πως η Λιν Ράμσεϊ δεν συμβιβάζεται απλώς με την αφήγηση ενός θέματος. Κάθε φορά που την ενδιαφέρει μια ιστορία, την τραβάει στα άκρα, τη μεταμορφώνει σε μια στοιχειωτική οπτικοακουστική εμπειρία, ωθεί τους χαρακτήρες στα κόκκινα, και απαιτεί από τους ηθοποιούς αφοσίωση που ξεπερνά τα όρια, πολλές φορές και τα δικά τους. Ο εκκωφαντικός ηχητικός σχεδιασμός του Πολ Ντέιβις, η κορεσμένη φωτογραφία του Σίμους Μαγκάρβεϊ, το μανιακό γέλιο της Σίσσυ Σπέισεκ, το απλανές βλέμμα τού έτσι κι αλλιώς τρομακτικού Νικ Νόλτε, επιτείνουν την εντύπωση – και τη συνολική ζαλάδα που νιώθει ad nauseam η Τζένιφερ Λόρενς, κι εμείς μαζί της.
Μεταφέροντας το ομώνυμο μυθιστόρημα της Αριάνα Χάρβιτς από το 2012, η Βρετανή δημιουργός παρακολουθεί (πάρα πολύ) στενά την Γκρέις, μητέρα ενός νεογέννητου, που, έγκυος ακόμη, έχει μετακομίσει με τον σύζυγό της, Τζάκσον, στο σπίτι του θείου του, που φέρεται να έχει αυτοκτονήσει εκεί και του το άφησε κληρονομιά. Φιλοδοξεί να δουλέψει το νέο της μυθιστόρημα όποτε καταφέρνει να κοιμάται το μωρό της, την ίδια στιγμή που ο Τζάκσον προβάρει δυνατά τη μουσική του. Εξαντλημένη, ανέραστη και μόνη, με το έξτρα βάρος του αεικίνητου σκύλου που της κουβάλησε –παρά τη διαφωνία της– ο Τζάκσον και τις ενοχλητικές επισκέψεις της πεθεράς της, η Γκρέις σύντομα χάνει το μυαλό της σε ένα απομονωμένο σπίτι που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι το πρωταγωνιστικό σκηνικό γοτθικής φρίκης. Η Ράμσεϊ επιλέγει το ψυχολογικό δράμα, αλλά με τους δικούς της όρους: χωρίς ουσιαστική πλοκή μετά το ξεκίνημα, αλλά με επιβαρυντική ρήτρα την αυξανόμενα αρνητική συνεισφορά του άπιστου και αδιάφορου συζύγου, αφήνει την Τζόαν εγκαταλελειμμένη σε ένα αδιέξοδο λουσμένο στο φυσικό φως της εξοχής, σε έναν αγροτικό εφιάλτη επιλόχειας κατάθλιψης. Το Πέθανε Αγάπη μου διασχίζει το άδοξο και γρήγορο τέλος της σαρκικής έλξης, τη σύγχυση της επιθυμίας όταν η οικογένεια μεγαλώνει, το πρακτικό πρόβλημα της συμβίωσης σε απόλυτο πλαίσιο. Η βασική του επιδίωξη είναι το πορτρέτο της ψύχωσης, αλλά τα υλικά που τη συνθέτουν παραμένουν μετέωρα, από το απατηλό ξεκίνημα ως το λαχανιασμένο, φλεγόμενο φινάλε. Σε ένα σπίτι όπου η τέχνη απουσιάζει πανηγυρικά, ούτε μια στιγμή δεν πιστεύουμε πως η Τζόαν είναι συγγραφέας, ούτε φαίνεται να ενδιαφέρει τη Ράμσεϊ η μουσική που μπορεί να τρέχει στις φλέβες του ατημέλητου Τζάκσον.
Ο Ρόμπερτ Πάτινσον είναι διακοσμητικός, όπως φευγαλέα συμπληρωματικοί παραμένουν οι γονείς του, που υποδύονται η σπουδαία Σίσσυ Σπέϊσεκ και ο Νικ Νόλτε, σαν υποσημειώσεις ενός θρίλερ που δεν συνέβη ποτέ στην ταινία. Η Τζένιφερ Λόρενς είναι εκείνη που κουβαλά την κατάρα της μητρότητας στις πλάτες της, όμως το έχει κάνει στο παρελθόν στη Μητέρα του Ντάρεν Αρονόφσκι, συμβολικά και βιβλικά, ιδιοφυώς σαστισμένη μπροστά στα κοσμογονικά τέρατα που εκτυλίσσονταν ενώπιόν της. Εδώ σπριντάρει σαν να έχει αφεθεί σε έναν μουτρωμένο αυτοσχεδιασμό, που παραδόξως έχει εντυπωσιάσει μερίδα κριτικής, και υπολογίζεται σοβαρά στην πεντάδα των επερχόμενων Όσκαρ. Πάντα ικανή για μετωπική εκφραστικότητα του συναισθήματος, η Λόρενς πέφτει ερήμην της στην παγίδα του overacting, φαινόμενο ενδημικό σε ασθενή σενάρια, που τεντώνουν και εκθέτουν χαρακτήρες πέρα από τη δομή της πλοκής – ίσως ο Μάρλον Μπράντο ως Κερτς στο Αποκάλυψη Τώρα να αποτελεί τη μοναδική εξαίρεση.







- Facebook
- Twitter
- E-mail
0