Το αντίπαλο δέος του σύμπαντος των υπερηρώων δεν είναι τα παιδικά, οι κωμωδίες και τα δράματα (διότι κατά κάποιον τρόπο τα εμπεριέχουν όλα τα είδη), αλλά ο συγκεκριμένος, σχεδόν αφασικός μικρόκοσμος της κοινότητας που αποτελεί εδώ και 15 χρόνια το «Downton Abbey», μια ταξική παραβολή σφηνωμένη στον Μεσοπόλεμο, χωρισμένη ανάμεσα σε δίκαιους αφεντάδες και καλόβολους υπηρέτες, ένα κοινωνικό φωτορομάντζο εποχής όπου οι μορφωμένες θυγατέρες προφέρουν τον λόρδο πατέρα «papaa» και την Αμερικανίδα μητέρα «mamaa», οργανώνουν χοροεσπερίδες και τρώνε πατέ πάπιας τις Κυριακές, θα μπορούσαν να έχουν σπόνσορα τα ανεξάντλητα είδη τσαγιού από το Fortnum & Mason και ταλανίζονται από τρομερά προβλήματα, όπως αν θα πουλήσουν την έπαυλη στο Λονδίνο ή τι θα κάνουν τώρα που η Μέρι πήρε διαζύγιο και την αποφεύγει το χωριό…

 

Όλα αυτά είναι νόστιμα και χαριτωμένα για λίγες σεζόν ή μία ταινία, αλλά μια ατελείωτη δεκαετία τηλεοπτικής μυθοπλασίας και ένα κινηματογραφικό τρίπτυχο αργότερα, ακόμη και η Μάγκι Σμιθ, η οποία διέθετε ατσάλινη αντοχή, αν και είχε προλάβει να ομολογήσει πως δεν το είδε ποτέ (και στη μνήμη της είναι αφιερωμένο το «Grand Finale»), ενδεχομένως θα είχε παραιτηθεί από την ιδέα. 

 

Παρά το καλά κουρδισμένο καστ, το «Downton Abbey» ανήκει ολοκληρωτικά στον σεναριογράφο και συγγραφέα Τζούλιαν Φέλοους, ο οποίος πάντα χειρίζεται τις λέξεις σαν βελούδο με αγκάθια, και εδώ προσθέτει τη μοναδική όαση διασκέδασης στο διαδικαστικό, εντάσσοντας τον χαρακτήρα του διάσημου δημιουργού θεάματος και πνεύματος Νόελ Κάουαρντ στην πλοκή, για να φέρει τη γνωστή του, σκαμπρόζικη αισιοδοξία στη λυπητερή ατμόσφαιρα που συνοδεύει την πτώχευση των Κρόουλι και την αμαρτωλή ατίμωση της ζωντοχήρας Μέρι. Αν ένα αθόρυβο διαζύγιο είναι το κυρίαρχο μοτέρ σε μια ταινία με παγιωμένη κατάσταση και οικείους χαρακτήρες, τότε δεν είναι έκπληξη που ο «Οίκος Ντάουντον» μάς αποχαιρετά με σβησμένες μηχανές.