Έχοντας να σηκώσει στις πλάτες του το βαρύ κινηματογραφικό όνομα της οικογένειας Χιούστον, ο νεαρός Τζακ ξεκινά τη σκηνοθετική του πορεία με μια αναδρομή σε αλλοτινές κινηματογραφικές εποχές, με την ιστορία ενός άλλοτε ανερχόμενου πυγμάχου, νυν ξοφλημένου και αποφυλακισθέντα, που επιχειρεί μερικές στάσεις στον δρόμο προς τον πρώτο του αγώνα μετά την αποφυλάκισή του.

 

Με τη βοήθεια μερικών φίλων, που συμμετείχαν για ένα κομμάτι ψωμί, ανάμεσά τους κι ο Τζο Πέσι σε ένα συγκινητικό πέρασμα, βασικό αισθητικό ατού την επαναφορά του κιαροσκούρο στην εποχή της ψηφιακής ευκρίνειας, με ελαφρά αστοχία στην επιλογή του πρωταγωνιστή –αν και επαρκής, λόγω (και) εξωκινηματογραφικού αφηγήματος, ο Μάικλ Πιτ– αλλά ελάχιστες δραματουργικές εκπλήξεις στη φαρέτρα του, ο Χιούστον συντάσσει το εγχειρίδιο αναγνώρισης αγίων του κεντρικού χαρακτήρα ποντάροντας περισσότερο στην ενδιάθετη συμπάθεια την επιείκειά μας προς ιστορίες μετάνοιας, παρά κερδίζοντάς την, αφήνοντας, όμως, μελλοντικές υποσχέσεις για ένα ανθρωποκεντρικό σινεμά με κινηματογραφικώς ορθά σημεία αναφοράς.