Προέχει μια απαραίτητη διευκρίνιση. Σε κάποια είδη, όπως ο τρόμος ή η κωμωδία, το αποτέλεσμα της ταινίας, τουλάχιστον σε ένα πρώτο, άμεσο επίπεδο πρόσληψης, εξαρτάται από το γούστο, τις αναφορές αλλά και τη διάθεση του θεατή τη δεδομένη στιγμή. Κάποιος μπορεί να σου πει ότι στο x έργο πόνεσε το κεφάλι του από τα γέλια, άλλος ότι το βρήκε κρυάδα και «αμερικανιά» – ένας όρος που χρησιμοποιείται καταχρηστικά και, μυστηριωδώς, βγαίνει ακόμα και από τα χείλη ανθρώπων που λένε τις ατάκες κάθε επεισοδίου των «Friends» προτού τις ξεστομίσουν οι ηθοποιοί. 

 

Για να το θέσουμε (ακόμα πιο) απλά, μια κωμωδία θέλει, πρωτίστως, να σε κάνει να γελάσεις. Κάλλιστα μπορείς να πεις «δεν γέλασα» και η συζήτηση να σταματήσει εκεί – θεμιτό είναι. Χωράει συζήτηση, όμως, στο σκέλος της κατασκευής και της εκτέλεσης. Έχει και η κωμωδία set-pieces, ο σχεδιασμός των οποίων ξεκινά από το γράψιμο του σεναρίου. Κι έπειτα έρχονται το χτίσιμο της mise-en-scène, η χορογραφία, ο ρυθμός και, πάνω από όλα, ο χρονισμός, που είναι το άλφα και το ωμέγα. Περαιτέρω, απαιτεί ως είδος δουλειά κι εμπνεύσεις κυρίως εντός του κάδρου. Υπάρχουν εξαιρέσεις, όπως σε κάθε κανόνα, αλλά συνήθως είναι καλό η πλανοθεσία να περιορίζεται στα στοιχειώδη, όπως έμαθε με τον άσχημο τρόπο ο Στίβεν Σπίλμπεργκ όταν γύρισε το ατυχέστατο «1941» του.

 

Τη δεκαετία του ’80 η περιβόητη ομάδα ΖΑΖ σύστησε με την αγία τριάδα των «Airplane», «Top Secret» και «Naked Gun» έναν παλαβό τύπο κωμωδίας με (αυτό)παρωδικό χαρακτήρα, όχι ακριβώς σαν εκείνο του Μελ Μπρουκς, που έπαιρνε αυτούσια μια γνώριμη αφήγηση και την «ξαναδιάβαζε» κωμικά. Δεν έμοιαζε με πολλά πράγματα το σινεμά τους· για να βρούμε κάτι αντίστοιχο, θα έπρεπε να ανατρέξουμε στο «Hellzapoppin’» (1941). Ο σκελετός κάθε ταινίας τους ήταν υποτυπώδης, η δραματουργία προσχηματική, σημασία είχαν τα οπτικά και τα λεκτικά γκαγκ, τα οποία συνέβαιναν ταυτόχρονα μέσα στο κάδρο, σε βαθμό που απαιτούνταν επαναληπτική προβολή ώστε να αφομοιωθούν όλα. Ο ρυθμός παράθεσης των κωμικών ευρημάτων ήταν ασταμάτητος – καθόλου δεν τους ένοιαζε αν έχανες κάτι, επειδή γελούσες. Κι αν πάλι δεν γελούσες, χάρη στον ρυθμό (ανα)παραγωγής των αστείων, αυξάνονταν οι πιθανότητες να σε καταφέρουν με το επόμενο ή το μεθεπόμενο χωρατό. 

 

Είναι σύνθετες, οπτικά, οι ταινίες της ομάδας ΖΑΖ, απαιτούν έναν τρόπο εκτέλεσης πολύ συγκεκριμένο σε κάθε επιμέρους τομέα. Οι μιμητές σπάνια κατάφεραν να προσεγγίσουν το επίπεδο της δουλειάς τους, είτε λόγω έλλειψης ταλέντου είτε λόγω τεμπελιάς κι αδιαφορίας. Πάρτε για παράδειγμα τα «Deadpool», τα δημοφιλέστερα spoofs των καιρών μας. Δεν μεριμνούν ιδιαίτερα για την κατασκευή, είναι άσχημα στην όψη, συνήθως, δε, το αστείο τους περιορίζεται και εξαντλείται στο κέντρο του κάδρου. Αν πέτυχαν, είναι γιατί ακριβώς αυτά τα χαρακτηριστικά διέπουν και την κουλτούρα του 9gag, την οποία αναπαράγουν.

 

Ε, λοιπόν, σε αυτή την επαναφορά των «Τρελών Σφαιρών», ο Ακίβα Σάφερ και οι συνεργάτες του επικαλούνται θαυμαστά τον τρόπο της ομάδας ΖΑΖ. Mόνο μέσα στο πρώτο του εικοσάλεπτο, το «Naked Gun» έχει μαζεμένα όσα γκαγκ συναντάς και στα τρία Deadpool μαζί. Και τι γκαγκ! Οι δημιουργοί επιστρατεύουν κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο για να μας κάνουν να γελάσουμε. Κυριολεκτικές απαντήσεις σε μεταφορικές ερωτήσεις, στομφώδη λογύδρια με απίθανες παρομοιώσεις, ανεκδιήγητα υπονοούμενα, πτώσεις, συμπτώσεις, γκάφες και ποπ αναφορές ταυτόχρονα στην ίδια σκηνή, θυμίζοντας τις καλύτερες στιγμές της ομάδας ΖΑΖ. 

 

Ευτύχησαν, δε, στην περίπτωση του πρωταγωνιστή τους, πολύ περισσότερο απ’ όσο αφήνουν να εννοηθεί τα τρέιλερ, αλλά και η μέχρι τώρα καριέρα του – αν και τα σύντομα περάσματά του από τη σειρά «Life’s too short» και από το «Ted 2» θα έπρεπε να μας έχουν υποψιάσει. Θυμίζουμε ότι ο Λέσλι Νίλσεν συμμετείχε σε b-movies και είχε ένα σοβαρό, ηρωικό προφίλ μέχρι να συναντήσει τα μέλη της ομάδας ΖΑΖ. Διέθετε, ίσως, κι ένα προτέρημα που λείπει από τον Λίαμ Νίσον: μια πραγματικά αστεία φυσιογνωμία. Είναι καλός ηθοποιός ο Νίσον, όμως, κι έχει από πίσω του έναν σκηνοθέτη που αντιλαμβάνεται με έναν πολύ κινηματογραφικό τρόπο την κωμωδία. Μαζί αναπτύσσουν την κινησιολογία, μαζί καταρτίζουν το timing, μαζί φροντίζουν ώστε η εκφορά του λόγου να παραπέμπει σε crime movies και νουάρ των ’40s, και πετυχαίνουν διάνα. Άλλωστε, από τον Ιρλανδό ηθοποιό ζητήθηκε κυρίως μια straight, «σκληρή» προσέγγιση, με την κωμωδία να προκύπτει από την αντιπαραβολή της τελευταίας με τον φαιδρό λόγο και τα κωμικά έργα. Ομολογουμένως, όταν απαιτείται να γίνει αστείος με τον τρόπο ενός κωμικού –με μια γκριμάτσα, για παράδειγμα–, δεν τα καταφέρνει εξίσου καλά με τον προκάτοχό του. Και ο Νίλσεν, όμως, ανέπτυξε και εξέλιξε το κωμικό του ένστικτο με τον καιρό – άλλος ο Λέσλι Νίλσεν του «Airplane», άλλος εκείνος του «Naked Gun 33 1/3». Είναι θετικό το πρώτο δείγμα του Λίαμ Νίσον, ας του δώσουμε περιθώριο μερικές ταινίες ακόμα και είναι βέβαιο ότι θα αναπτύξει την κωμική στόφα του με τον ίδιο τρόπο που θεμελίωσε την action περσόνα του. Αρκεί, φυσικά, να βρεθούν αρκετοί θεατές εκεί έξω που να νιώσουν το κεφάλι τους να πονάει από τα γέλια, σαν τον υπογράφοντα, ώστε το στούντιο να μείνει ικανοποιημένο από τις εισπράξεις και να ανάψει το πράσινο φως για τη συνέχεια των περιπετειών του Φρανκ Ντρέμπιν Jr.