Mε τη «Malena» ο Τζουζέπε Τορνατόρε θα στρεφόταν ξανά στην ηθογραφία, που, παραδοσιακά, αποτελούσε το εισιτήριό του για τα Όσκαρ – πλην της (δικαιότατης) βράβευσης του «Σινεμά ο Παράδεισος» (1988) στην κατηγορία του Ξενόγλωσσου Όσκαρ, υπήρξε μια υποψηφιότητα στην ίδια κατηγορία και του παραγνωρισμένου «Ανθρώπου των αστεριών» (1995). Εδώ, επικαλείται ξανά τη συνταγή της μεγάλης επιτυχίας του, επιστρατεύοντας ξανά το βλέμμα ενός νεαρού αγοριού για να αφηγηθεί την ιστορία του και αντικαθιστώντας την κινηματογραφική αίθουσα με μια γοητευτική δασκάλα, που σηματοδοτεί την ερωτική αφύπνιση του ήρωα.

 

Η ταινία στον καιρό της κατηγορήθηκε από μερίδα της κριτικής πως αντικειμενικοποιεί την ηρωίδα της, ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι η ιστορία είναι ειπωμένη μέσα από το βλέμμα ενός έφηβου αγοριού και ότι στην πορεία ο τρόπος που ο ήρωας βλέπει τη Μαλένα «αλλάζει», καθώς εκείνος κατανοεί πως η Μαλένα δεν βρίσκεται στον κόσμο αυτόν για να εκπληρώσει τις ερωτικές φαντασιώσεις του και συνειδητοποιεί εμπράκτως τις βλαβερές συνέπειες της αντικειμενικοποίησης, μέσα από την οδυνηρή εξωτερίκευση του εσωτερικευμένου μισογυνισμού των «νοικοκυραίων» της σικελικής κωμόπολης όπου ζει. Παρά την εντύπωση που έχει αφήσει, η φεμινιστική διάσταση της ταινίας είναι πιο αποτελεσματική από τη (σχηματική) λειτουργία της σαν αλληγορίας για την απώλεια της αθωότητας με την έλευση του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου.

 

Το score του Ένιο Μορικόνε τελεί, όπως πάντα, σε συμβιωτική σχέση με τις εικόνες του Τορνατόρε και τις αναβαθμίζει, ενώ η Μόνικα Μπελούτσι κέρδισε το εισιτήριο για διεθνή καριέρα με μια αξέχαστη εμφάνιση σταρ. Αξίζει να σημειωθεί ότι, σε αντίθεση με το επονείδιστο director’s cut του «Σινεμά ο Παράδεισος», που προσθέτει μια αχρείαστη επανασύνδεση, το director’s cut της «Malena» βελτιώνει την ταινία, καθώς σ’ αυτό η ηρωίδα αποκτά υπόσταση και φωνή, την οποία το 2000 είχε «σβήσει» ο διαβόητος παραγωγός Χάρβεϊ Γουάινστιν, αφαιρώντας περίπου είκοσι λεπτά.