Ο Χαμίντ είναι μέλος μιας μυστικής ομάδας η οποία καταδιώκει τους ηγέτες του συριακού καθεστώτος που έχουν τραπεί σε φυγή. Η αποστολή του τον οδηγεί στη Γαλλία, στα ίχνη του πρώην βασανιστή του, τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίσει.

 

Εντελώς συμπτωματικά, αυτή την εβδομάδα κυκλοφορούν δύο θρίλερ κατασκοπείας με ήρωες που δρουν με γνώμονα την εκδίκηση, ευρισκόμενα, όμως, σε δυο διαφορετικές πλευρές του κινηματογραφικού φάσματος. Αν το Amateur με τον Ράμι Μάλεκ εκπροσωπεί τη στουντιακή, το Ghost Trail, ένα πολλά υποσχόμενο ντεμπούτο από τον Τζοναθάν Μιλέ, πρεσβεύει τη «φεστιβαλική».

 

Ο κεντρικός χαρακτήρας είναι Σύριος πρόσφυγας, πρώην καθηγητής πανεπιστημίου, νυν μέλος μυστικής οργάνωσης στο κατόπι εγκληματιών πολέμου που έχουν διαφύγει στο εξωτερικό. Σύντομα θα εντοπίσει έναν άνθρωπο που θυμίζει τον πρώην βασανιστή του και θα γίνει η σκιά του, για να μετατραπεί σταδιακά και ο ίδιος σε σκιά, καθώς τα «φαντάσματα του παρελθόντος» –έκτακτος ο ελληνικός τίτλος, αν και λιγότερο αμφίσημος από τον αγγλικό– τον στοιχειώνουν, θολώνουν την κρίση του και κλονίζουν την (όποια) ψυχική του ηρεμία.

 

Υποβλητικό, με μια μαγνητική παρουσία από τον Ντομινίκ Μπέσα και ένα ηλεκτρονικό score από τoν Yuksek –σημαίνουσα φιγούρα της σύγχρονης γαλλικής electropop– που αξιοποιείται αποτελεσματικά όταν χρειάζεται να ανέβει η δραματική ένταση ή να επισημανθεί το δίλημμα του ήρωα, το φιλμ θυσιάζει κατά ένα μέρος τη λειτουργικότητά του ως ταινίας είδους στο όνομα του «φεστιβαλικού» ρεαλισμού, χωρίς ο τελευταίος να ενισχύει απαραίτητα την (έκδηλη) πολιτική του διάσταση. Απογειώνεται, όμως, πάντα στο πλαίσιο της φύσης του και για όσους έχουν συγχρονιστεί με τους ρυθμούς του, με μια σκηνή διαλογικής αντιπαράθεσης, όπου σχεδόν κρατάς την ανάσα σου, και με ένα φινάλε που οδηγεί τον κεντρικό χαρακτήρα σε μονοπάτια γνώριμα στα μέλη της πολυμελούς πινακοθήκης χαρακτήρων του είδους.