«Πριν βάλεις αυτή την μπουκιά σοκολάτας στο στόμα σου, θέλω να εισπνεύσεις από τη μύτη και να εκπνεύσεις από το στόμα δυο φορές, θέλω να σκεφτείς και να συγκεντρωθείς», συμβουλεύει η αφοσιωμένη καθηγήτρια Συνειδητής Διατροφής έναν από τους λίγους μαθητές που αποφάσισαν να εγγραφούν στο τμήμα της. Οι γονείς πρότειναν με ενθουσιασμό τη σχετικά νεαρή δεσποινίδα Νόβακ λόγω της καινοτομίας του course της, η διευθύντρια του ιδιωτικού σχολείου εντυπωσιάστηκε από το τσάι αδυνατίσματος που έχει λανσάρει με το πρόσωπό της πάνω στο κουτάκι, αλλά ο κύκλος των «χαμένων» παιδιών, εκείνων που για διαφορετικούς λόγους, για τον πλανήτη, το σώμα τους, τη διάσταση γενεών ή απλώς τους βαθμούς για την υποτροφία, μπήκαν στο γκρουπάκι, την κοιτάζει διστακτικά και συγκαταβατικά στην αρχή, όταν τους μιλάει με επαρχιώτικη παρησσία για τη μονοδίαιτα, την αυτοφαγία και το άλλο άκρο, το αρνητικό τέρμα που υποβολιμαία ενσταλάζεται στα κρίσιμα εφηβικά μυαλά, μετά το πρώτο στάδιο της δοκιμασίας. 

 

Το «Club Zero», εντός διαγωνιστικού προγράμματος στο 76ο Φεστιβάλ Καννών, είναι η λέσχη μια μειοψηφίας που θέλει να αλλάξει τον πλανήτη, με άλμα πίστης και καθόλου φαγητό − μια μεταφορική αίρεση της ανορεξίας από μια σκηνοθέτιδα που παραπέμπει στον Λάνθιμο της πρώτης περιόδου. Συνάντησα στις Κάννες τη δημιουργό Τζέσικα Χάουζνερ, μαζί με την πρωταγωνίστρια της ταινίας Μία Βασικόφσκα, και εύλογα η πρώτη μου ερώτηση αφορούσε τη σέχτα των εκατοντάδων πιστών, ανάμεσά τους και πολλά παιδιά, που νήστεψαν μέχρι θανάτου στην Κένυα. «Δεν είχαμε ιδέα, το διαβάσαμε όπως κι εσείς πριν από μερικές εβδομάδες, και φυσικά κάναμε τον συσχετισμό με κάποια θέματα από αυτήν την ταινία που γυρίσαμε πέρυσι», λέει η Αυστριακή σκηνοθέτιδα. Οι αιρετικοί της Κένυας αυτοκτόνησαν μέσω της πείνας για να συναντήσουν τον Ιησού, ενώ οι οικότροφοι, σε μια χώρα που μπορεί να είναι η Αγγλία ή οποιαδήποτε άλλη στην Ευρώπη, παρκάρουν πολυτελώς τα βλαστάρια τους με αμφίβολους καρπούς, θίγοντας την ευρύτερη έννοια της απλοϊκής, ατσάλινης πεποίθησης, το προϊόν μιας σταδιακής πλύσης εγκεφάλου που δεν συμβαίνει αποκλειστικά μέσω ενός δέκτη, αλλά και από τα λόγια μιας αυτόκλητης παιδαγωγού − έξυπνα, η Χάουζνερ έχει βάλει την πεζή περσόνα της Βασικόφσκα να κατευθύνει προς τους αποστόλους της τα λιγοστά διδάγματά της χωρίς υπερβολή, σαν να έχει χωνέψει πρώτα εκείνη το παραμύθι της.

 

Ωστόσο, πέρα από τους προφανείς άξονες που οδηγούν στον καταστροφικό εθισμό της ανορεξίας, η Χάουζνερ, με την απογυμνωμένη μαύρη κωμωδία της ψυχικής απόστασης που είδαμε και στο σχετικά πρόσφατο, βραβευμένο στις Κάννες, πιο αλληγορικό αλλά και περισσότερο αποτελεσματικό «Little Joe», υπονοεί μια βαθύτερη σάτιρα μόνο ακροθιγώς, με μια σεναριακή ανάπτυξη που κατά βάση συνοψίζει ζητήματα τα οποία έχουμε ξαναδεί και ήδη γνωρίζουμε.