Η δεκάχρονη Μελανί ζει με τους δικούς της σε ένα χωριό στη γαλλική επαρχία, αγαπάει πολύ το πιάνο, είναι επιμελής και, πλησιάζοντας στις εξετάσεις της στο Ωδείο, νιώθει πίεση που καταλήγει σε κομβική για τη ζωή της τραγωδία. Η πρόεδρος της κριτικής επιτροπής, γνωστή σολίστα, υπογράφει ένα αυτόγραφο την ώρα της εξέτασης και η Μελανί χάνει την αυτοσυγκέντρωσή της. Στα είκοσί της πλέον, η Μελανί έχει σταματήσει οριστικά το πιάνο και δουλεύει δοκιμαστικά στο γραφείο του κύριου Φουσεκούρ. Τυχαία ανακαλύπτει ότι πρόκειται για τον σύζυγο της Αριάν, της γυναίκας που την οδήγησε στην αποτυχία. Η Μελανί προθυμοποιείται να αντικαταστήσει την νταντά του μικρού τους γιου στο σπίτι στα προάστια, και σταδιακά κερδίζει την εμπιστοσύνη τής Αριάν, η οποία είχε μια νευρική κατάπτωση μερικά χρόνια πριν, και ανέπτυξε φοβία στα κονσέρτα. Εν όψει του ρεσιτάλ που θα σημάνει και την επιστροφή της, η Αριάν θα ζητήσει από τη Μελανί να της γυρίζει τις σελίδες της παρτιτούρας την ώρα που θα παίξει μπροστά στο κοινό της. Η σχέση των δύο γυναικών είναι άνιση, διότι η Αριάν δεν θυμάται ποια είναι η νεαρή φίλη της. Οι θεατές, από την άλλη, δεν είμαστε ακριβώς σίγουροι αν η Μελανί είχε σχεδιάσει την επιστροφή της και ενδεχομένως μια μορφή εκδίκησης. Μια σχέση εξάρτησης, ασαφής και περίεργη, προμηνύει κινδύνους ούτως ή άλλως, πόσο μάλλον όταν μια μοναχοκόρη χασάπη από την επαρχία βλέπει τα καλλιτεχνικά της όνειρα να καταστρέφονται από την επιπολαιότητα μιας σνομπ αστής. Η Ντεμπορά Φρανσουά, που είδαμε στο «Παιδί» των αδελφών Νταρντέν, ούτε 20 ετών ακόμη, παίρνει επάνω της μια δύσκολη ταινία και την κρατάει μαεστρικά, με υπαινικτικά βλέμματα, ατσάλινη αποφασιστικότητα και ψυχρό υπολογισμό σε κάθε της κίνηση. Ο σκηνοθέτης Ντενί Ντερκούρ ξέρει πολύ καλά από μουσική. Παίζει βιόλα και έχει σκηνοθετήσει πορτρέτα μουσικών. Το περίτεχνο δέσιμο της κλασικής μουσικής (Σοστακόβιτς, Μπαχ και Σούμπερτ) με ένα πιο μοντέρνο σκορ μόνο τυχαίο δεν είναι. Με το μουσικό του μοντάζ θέτει το τέμπο της ταινίας και της προσδίδει ψυχή. Καταφέρνει κάτι πολύ δύσκολο: να φτιάξει μια γεωμετρική πλοκή που να μη δίνει την εντύπωση μιας κατασκευασμένης ταινίας. Για παράδειγμα, τα δύο «ακροκέραμα» του φιλμ είναι δύο κομάτια χαρτί. Το αυτόγραφο στην αρχή καθορίζει το μέλλον της Μελανί, και μια επιστολή στο φινάλε κλείνει τις συναισθηματικές εκκρεμότητες και ανοίγει μια μεγάλη κουβέντα – για να μη μπούμε σε λεπτομέρειες που τραυματίζουν το σασπένς. Η υπομονετική εκδίκηση της Μελανί μοιάζει σχεδόν αόρατη στις περισσότερες σκηνές, και διακόπτεται μόνο από τις δολοφονικές της αντιδράσεις όταν αισθάνεται πως πραγματικά απειλείται. Στον αντίποδά της, η Αριάν της Κατρίν Φρο περνάει από την κακομαθημένη μάσκα μιας ταλαντούχου γυναίκας που έπαθε σκηνικό τρακ, σε μια ύπαρξη με συγκρουόμενα συναισθήματα και αδυναμίες. Ο Ντερκούρ χειρίζεται πολύ έξυπνα το λεσβιακό: η διαφορά ηλικίας ανάμεσα στη Μελανί και την Αριάν, το εμπόδιο της οικογένειας, το αιώνιο ταξικό, ο δισταγμός της καλής κοινωνίας και η κωλοπετσωμένη επίθεση του αουτσάιντερ, απαντούν σε μια σκηνοθετική στρατηγική επί του ερωτικού μέρους της ταινίας, η οποία σφραγίζεται από ένα φιλί και μια κρυψώνα στον κήπο. Δεν είναι πρωτόφαντα όλ’ αυτά, ο Ντερκούρ τα τοποθετεί αεράτα στο «Κορίτσι που Γυρίζει τις Σελίδες». Ο συνδυασμός των δύο γυναικών δε συνιστά ακριβώς ένα σαμπρολικό δίδυμο, όπως διάβασα κάπου (λείπει η σαρδόνια ακύρωση των πράξεων και το ιδιαίτερο χιούμορ), αλλά μπορεί άνετα να συναρπάσει όποιον αφήσει τις αισθήσεις του να υποχωρήσουν σε ένα εγκεφαλικό παιχνίδι.