Ο Μπράιαν Σίνγκερ χρησιμοποιεί την αχανή συνδυαστική πλατφόρμα των πανάκριβων εφέ με καταβολές από την κόμικ φιλολογία για να προπαγανδίσει τις ιδέες του στους νεαρότατους πελάτες αυτού του είδους. Πονηρά σκεπτόμενος, διαβρώνει ένα επιρρεπές κοινό με τον ουμανισμό όπως τον εννοεί αυτός, πριν τον προλάβουν οι κενόδοξοι τεχνοκράτες. Το έχει ομολογήσει και εξηγείται από τις πράξεις του. Πηδάει από το βαγόνι των X Men πριν το ολοκληρώσει και δέχεται την τεράστια πρόκληση να αναστήσει τον εμβληματικό υπερήρωα χωρίς να υπάρχει προφανής λόγος, πέραν της κλασικής αλληγορικής δικαιολογίας οτι ο σμπαραλιασμένος κόσμος μας πάντα χρειάζεται ένα παλικάρι για να βάλει τα πράγματα σε μια σειρά.

Ο Σίνγκερ δεν εφηύρε ακριβώς μια αιφνιδιαστικά πρωτότυπη αιτία, ωστόσο χάραξε ένα καινούριο πνευματικό τοπίο, με τις υποδείξεις των αρχικών pulp εικονογραφημένων. Ο Σούπερμαν ο δικός του είναι καταφανώς ο Ιησούς Χριστός. Ο πατέρας του τού έδωσε οδηγίες να οδηγήσει τον κόσμο στο φως, ο δε νεαρός περιπλανήθηκε σε ένα ταξίδι γνώσης και ξαναπροσγειώθηκε στον θετό του πλανήτη, σε μια σκηνή που η εγκόσμια μάνα του τον παραλαμβάνει όπως η Παναγία τον γιό της στην Πιετά. Εκτός από την οπτική αναλογία, οι παράλληλοι βίοι είναι οφθαλμοφανείς: Ο Σούπερμαν είναι διττός, αδέξιος υπάλληλος και ατρόμητο πουλί, όπως ο Χριστός κάνει θαύματα σε ένα θέατρο άπιστων Θωμάδων. Η θλίψη στο βλέμα του φανερώνει την προφητική ενόραση του μαρτυρίου που τον περιμένει, σχεδόν σταυρώνεται από μοχθηρούς εγκληματίες, πεθαίνει σε ένα νοσοκομείο όπου η μάνα του τον περιμένει καρτερικά απ' έξω, ανασταίνεται και παίρνει κυριολεκτικά στις στιβαρές του πλάτες ένα μεγάλο κομάτι της γης. Η μεσσιανική υπόνοια υπήρχε και στο κόμικ, αλλά στα χέρια του Σίνγκερ αποκτά μια δοξαστική σημασία, ακριβώς για να δεθεί με τον ποταπό αυτό πλανήτη το ξεχωριστό μελαχρινό ον με τη φράντζα και την κάπα.

Η Επιστροφή του Σούπερμαν τα πάει μια χαρά με το κεντρικό νόημα και την αισθητική πλευρά. Ο Σίνγκερ άλλωστε έχει αποδείξει και σε πολύ μικρότερης κλίμακας ταινίες, όπως στο αριστούργημά του Apt Pupil, πως παρεμβαίνει αθόρυβα στα πλάνα κάνοντας αναφορές στους μέντορές του. Εδώ αλληθωρίζει ανοιχτά προς την πλευρά του Σπίλμπεργκ, υιοθετώντας την οπτική ενός μεγάλου παιδιού που διασκεδάζει με τα πανάκριβα παιχνίδια του και στο φινάλε σοβαρεύει για να μην τον πούνε και καθυστερημένο - βέβαια, με τη σχέση που έχει με τη Μαγδαληνή του, τη Λόις Λέιν, δεν τη γλιτώνει τη ρετσινιά. Το πρόβλημά του είναι η ίδια η ιστορία του Σούπερμαν, ο τρόπος με τον οποίο περπατάει - ή μάλλον δεν περπατάει καλά. Το ένα τεράστιο σκηνικό διαδέχεται το επόμενο σε μια σειρά ομολογουμένως θαυμάσια εκτελεσμένων σκηνών, με πολλά βαρίδια στα πόδια τους.

Εκτός από τις αναπόφευκτα ενεργητικές στιγμές, όπως το αεροπλάνο που πέφτει και το σασπένς που προκύπτει από την απειλή που δέχεται ο μικρός στο σκάφος από τον εχθρό Λεξ Λούθορ, εχθρός του Σίνγκερ είναι και η παρα-γνωριμία του ματιού μας με τον Σούπερμαν τα τελευταία χρόνια. Όταν πρωτοβγήκε ο κινηματογραφικός ήρωας στην ψιλοάθλια εποποιία τού Ρίτσαρντ Ντόνερ, η φρεσκάδα υπερσκέλισε την αφέλεια. 30 χρόνια αργότερα, με ένα τόνο τηλεοπτικές μεταφορές και άπειρους σουπερήρωες να μας ζαλίζουν το συλλογικό ασυνείδητο πανταχόθεν, ο νέος Σούπερμαν μοιάζει βαρύς, πολύ σκεπτικός και περιττός. Επειδή δεν είμαι και φανατικός των σχετικών κόμικ, αν όντως πρέπει να συμπεριφέρεται έτσι ο καταπιεσμένος αυτός τύπος, συμπεραίνω πως ξεπεράστηκε και είτε χρειάζεται λίφτινγκ είτε έναν ενταφιασμό με τιμές που αρμόζουν σε... ήρωα.

Όσο και αν η αισθητικοτεχνική πλευρά σχεδιάστηκε με γούστο, γνώση και κάποιο νόημα, δεν απομένουν και πολλά. Ώς και η πλάκα δεν ενσωματώνεται οργανικά στην ταινία. Τούτου δοθέντος, οι ενέσεις ειρωνείας από τον Κέβιν Σπέισι εισπράττονται σαν ευπρόσδεκτη πρέζα βρόμικου αέρα σε ένα σύνολο άγιου καθήκοντος. Ο καπιταλιστής κακός Λεξ που επινοεί δεν κινείται από κάποιο μεγαλεπήβολο σχέδιο να εκδικηθεί την άπονη ανθρωπότητα, απλώς καίγεται να να τα τσεπώσει χοντρά - ευτυχώς, η κλισέ μεγαλομανία αντικαθίσταται από την πιο πειστική φιλαργυρία με τον τόνο της casual αμαρτίας. Η αντίθεση του Σπέισι με το μυώδες χωριατάκι Μπράντον Ράουθ μού θύμισε τον τρόπο με τον οποίο η Βανέσα Ρεντγκρέιβ κοίταζε αδηφάγα και περιπαιχτικά τον Τομ Κρουζ στις Επικίνδυνες Αποστολές, με την ίδια «αναρώτηση» που ο αγριεμένος μασίστας απηύθυνε στον κακομοίρη ξανθούλη στο Σατυρικόντου Φελίνι το δίλημμα: Να σε φιλήσω ή να σε σκοτώσω;