Ο Μπιλ Μάρεϊ είναι ο ιδανικός μισάνθρωπος για τον ρόλο της ανδρικής νταντάς, αντίστοιχο με εκείνον που είχε λανσάρει με τεράστια επιτυχία πριν από 60 και πλέον χρόνια ο Κλίφτον Γουέμπ στη σειρά ταινιών «Mr. Belvedere». Αυτή η εκδοχή του ενήλικου που διαπαιδαγωγεί στραβά, αλλά νόστιμα ένα πιτσιρίκι δεν είναι ακριβώς παιδική, καθώς ο Βίνσεντ είναι βετεράνος του Βιετνάμ, βουλιάζει σε μια αδιέξοδη καθημερινότητα καπνίζοντας, πίνοντας και τζογάροντας στον ιππόδρομο, με τη σύζυγό του χαμένη στο σύννεφο της άνοιας και μια έγκυο Ρωσίδα πόρνη (έκπληξη η Ναόμι Γουότς) να του κάνει περιστασιακά παρέα, με το αζημίωτο. Η μοίρα τού φέρνει στον δρόμο τον υιοθετημένο Όλιβερ, η μητέρα του οποίου, ούσα εργαζόμενη και χωρισμένη, αναγκάζεται να προσλάβει τον μίζερο γείτονα Βίνσεντ για να τον φυλάει. Αντιμετωπίζει το παιδί όπως και έναν ενήλικο και το πηγαίνει στα άλογα και τα μπαρ, αλλά στο μεταξύ του μαθαίνει τα κόλπα της ζωής και με τον τρόπο του τού δίνει σημασία και έμπνευση. Αν και η ιστορία του παιδιού που αναζητά τον άγιο-προστάτη σε έναν σκληρό κόσμο είναι πραγματική και προσωπική σε ό,τι αφορά τον σκηνοθέτη Θίοντορ Μέλφι, ο οποίος υιοθέτησε την ανιψιά του όταν πέθανε ο αδελφός του, εντούτοις ταιριάζει απόλυτα στη φιλοσοφία του Χάρβεϊ Γουάινσταϊν και πιο συγκεκριμένα στην άποψή του περί δραματικής κομεντί: ο Αμερικανός υπερπαραγωγός βρίσκεται κάπου ανάμεσα στον Βίνσεντ και τον Όλιβερ και είναι κατανοητό γιατί ταυτίζεται με την υπόθεση. Ο μικρός είναι ένα παιδί έξυπνο, αλλά περιθωριακό, ένα εβραιόπουλο που πηγαίνει σε καθολικότατο σχολείο, ενώ ο Βίνσεντ, ένας ανυπότακτος ρέμπελος με χρυσή καρδιά και κακούς τρόπους, ένας άνδρας που τελικά νοιάζεται, χωρίς να είναι αναμενόμενα τρυφερός, και δεν λέει όχι στην ευχαρίστηση και την ηδονή, όσο χαμηλά κι αν έχει πέσει. Με λίγα λόγια, ο Βίνσεντ είναι ο πληγωμένος και παραμελημένος ήρωας μια Αμερικής που χάνεται και ο Όλιβερ μια ελπίδα που αξίζει μια ευκαιρία. Επιπλέον, η ταινία θίγει το bullying και τη θρησκευτική ανεκτικότητα, θέματα που βρίσκονται ψηλά στην ατζέντα του Γουάινσταϊν. Σαν το παρεμφερές σε λογική και εκτέλεση Φιλομίνα, το St. Vincent, έχει έναν στρογγυλεμένο και συμβατικό πυρήνα, μια συγκινητική τροπή που δανείζεται στοιχεία του ανεξάρτητου και του mainstream σινεμά, και τα δυνατά του σημεία είναι η εναλλαγή της ατάκας με την αυτοκριτική, και φυσικά οι ερμηνείες από ένα λαμπερό καστ. Ο Μάρεϊ, που κάνει τέλεια αυτό που ξέρει καλύτερα από οποιονδήποτε, σίγουρα θα συζητηθεί για τα Όσκαρ (όπως και η Τζούντι Ντεντς πέρυσι ως Φιλομίνα), αν και νομίζω πως επικρατεί συνωστισμός από βιογραφικούς χαρακτήρες στην ανδρική κατηγορία, με τον Τσάντγουικ Μπόσμαν στο Get on Up, τον Έντι Ρεντμέιν στο Theory of Everything, τον Τζακ Ο' Κόνελ στο Unbroken και τον Μπένεντικτ Κάμπερμπατς στο Imitation Game να διεκδικούν θέση στην πεντάδα με πολλά φόντα και ένα επιπλέον αβαντάζ.