Αγαπημένο και πολυμεταφερμένο στην οθόνη μυθιστόρημα, οι Μικρές Κυρίες δεν είναι μόνο ένα όχημα για την καπιτάλε ερμηνεία της πρωταγωνίστριας, Τζο, της πιο ατίθασης και αδέσμευτης από τις τέσσερις αδελφές Μαρτς που μεγαλώνουν με συγκρατημένη ανέχεια και περισσή αισιοδοξία λίγο πιο πέρα από την καλή κοινωνία και τα καλλιτεχνικά θέλγητρα της Νέας Υόρκης του 1860, με τη μάνα/Μάρμι να τις προσέχει με φροντίδα και τρυφερότητα και τον αγαθό πατέρα απόντα στον Εμφύλιο.

 

Ο φεμινισμός παίρνει μορφή και κλείνει το μάτι στο #metoo με τη χειραφέτηση του φινάλε, μια έξυπνη σεναριακή παράκαμψη που δεν συνιστά ακριβώς ανατροπή αλλά βελτίωση και εκσυγχρονισμό, έντεχνη ταύτιση της πρωταγωνίστριας με τη συγγραφέα και τη σκηνοθέτιδα και άλμα στον χρόνο με ένα τέχνασμα βγαλμένο μέσα από το πνεύμα και την πρόθεση του αρχικού κειμένου.

 

Η συγγραφέας Λουίζα Μέι Άλκοτ επιδίωξε να παντρέψει την ηθογραφία της εποχής με τις φεμινιστικές προσδοκίες, όπως καμία άλλη δεν είχε επιχειρήσει στο παρελθόν, μέσα από απλή γραφή και αδρούς χαρακτήρες. Το σχήμα στο έργο είναι καθαρό και σαφές: η οικία των Μαρτς μοιάζει με το μικρό σπίτι στο λιβάδι, πάρα πολύ κοντά της βρίσκεται η έπαυλη του πλούσιου φίλου των κοριτσιών, Λόρι, και του χήρου πατέρα τους, ενώ, διασχίζοντας το δασάκι, πετάγονται στη μικρή κοινότητα για να κανονίσουν τις δουλειές και τις εκκρεμότητες.

 

Η Γκρέτα Γκέργουιγκ δεν πείραξε την παραμυθένια διάταξη, ούτε τη σύνταξη των προσώπων, με τα τερτίπια, τις ευαισθησίες, τις αρετές και τις αδυναμίες τους να δίνουν εμφατικά το «παρών». Ευτυχώς, όμως, είχε λόγο να καταπιαστεί με αυτή την εμβληματική ιστορία ενηλικίωσης. Η Τζο επελαύνει (march γαρ), διατηρώντας την αβανταδόρικη ποιότητα που την έχει ανεβάσει στο πάνθεον των γυναικείων λογοτεχνικών χαρακτήρων, αλλά όχι ερήμην των υπολοίπων, ειδικά της αδελφής Μέι, της υπέροχης Φλόρενς Πιου, που την καθορίζουν οργανικά.

 

Ο φεμινισμός που την καίει σαν αδιάγνωστη ασθένεια παίρνει μορφή και κλείνει το μάτι στο #metoo με τη χειραφέτηση του φινάλε, μια έξυπνη σεναριακή παράκαμψη που δεν συνιστά ακριβώς ανατροπή αλλά βελτίωση και εκσυγχρονισμό, έντεχνη ταύτιση της πρωταγωνίστριας με τη συγγραφέα και τη σκηνοθέτιδα και άλμα στον χρόνο με ένα τέχνασμα βγαλμένο μέσα από το πνεύμα και την πρόθεση του αρχικού κειμένου.

 

Ο χαρακτήρας της παραμένει, φυσικά, ο ορισμός του ορμητικού αγοροκόριτσου (εξαιρετική, παθιασμένη η Σέρσα Ρόναν), αλλά, σε μια αναβαθμισμένη προσαρμογή, ο Λόρι του Τιμοτέ Σαλαμέ, ο μπερδεμένος, θαμπωμένος, αν και κακομαθημένος κολλητός της διπλανής πόρτας, που βασικά θέλει να παντρευτεί ολόκληρη την οικογένεια, μετατρέπεται σε ένα νέο υβρίδιο, ένα «κοριτσάγορο», που υιοθετεί τη νοοτροπία μιας μικρής μητριαρχικής κοιτίδας για να τα καταφέρει κάποια στιγμή να προσαρτηθεί συναινετικά, ωριμάζοντας σταδιακά.

 

Επιπρόσθετα, τα φαβορί για το Όσκαρ Κοστούμια της Τζάκλιν Ντουράν ενσωματώνουν τόσο αβίαστα πινελιές από τα στυλ των επόμενων αιώνων, που προσκαλούν τον θεατή να τα μελετήσει προσεκτικά για να κατανοήσει το boho στίγμα του ατομικού γούστου μέσα από την de facto συντηρητική εποχή ‒ κέντημα, πραγματικά.

 

Οι Μικρές Κυρίες μεγαλώνουν με τη γραφή και την κάμερα της Γκέργουιγκ. Τις κάνει να φαίνονται εργόχειρο. Το βλέμμα της είναι πιο απελευθερωμένο και περισκοπικό από το προσωπικό ρεσιτάλ της Κάθριν Χέμπορν, που με τις οδηγίες του Τζορτζ Κιούκορ το 1934 εξέθεσε τις αρχές και τις αξίες της περί υποκρισίας και δημιουργικού πείσματος σε ένα κοινό που ακόμα δεν τη γνώριζε καλά, καθώς και από την επιμελή, μεσαίας συχνότητας προσέγγιση της Γουινόνα Ράιντερ 60 χρόνια αργότερα.