Σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο στην εξοχή, ένας άντρας (Χ) χρησιμοποιεί όλα τα θεμιτά μέσα για να πείσει μια παντρεμένη γυναίκα (Α) να φύγει μαζί του. Η γυναίκα μόλις και μετά βίας μπορεί να ανακαλέσει στη μνήμη της την ερωτική ιστορία που είχαν ‒ή μήπως δεν είχαν‒ τον προηγούμενο χρόνο στο Μαρίενμπαντ. Ο σύζυγος ή συνοδός (Μ) παραμένει σταθερά και διακριτικά στο πλευρό της, ρωτώντας κάθε λίγο για την υγεία της, αδιαφορώντας για τα αισθήματά της. Δυσοίωνοι οργανικοί ήχοι επαναλαμβάνονται, καθώς το προοπτικό πεδίο της κάμερας ανιχνεύει ανάμεσα στους απέραντους διαδρόμους ενός επιβλητικού ξενοδοχείου. Σκορπισμένα πλήθη με βραδινές ενδυμασίες, εγκαταλειμμένα μέσα σε έναν αντίλαλο. Ο άντρας προσπαθεί να πείσει την καχυποψία της γυναίκας αν έχουν ξαναβρεθεί εκεί ή όχι. Η μνήμη ξεγλιστρά, η αμφισημία επιχειρεί να υποτάξει τον φιλμικό χώρο. Ο άντρας της κομψής κυρίας (ή μήπως είναι κάτι άλλο;) γυροφέρνει με ένα πένθιμο ύφος, ενώ παίζει ένα περίεργο παιχνίδι κρουστών στις γωνίες των χώρων. Ο Χ επαναλαμβάνει συνεχώς σαν σύνθημα τη λέξη «πέρυσι» σε κάθε συνάντησή του με τη γυναίκα, που κάθε φορά πραγματοποιείται σε διαφορετική τοποθεσία, μέσα σε διαφορετικά κοστούμια. Πλάνο στο πλάνο, η απορία μένει μετέωρη: η περσινή τους επαφή ήταν φλερτ ή κάτι άλλο;

 

Ένα οργανωμένα αδιάβλητο σύμπαν, όπου Χ και Α οι μεταβαλλόμενες σταθερές μιας διαφορικής/κινηματογραφικής εξίσωσης, όπου το καλό και το κακό, η εξαπάτηση και η αλήθεια παίζουν κρυφτό πίσω από την αυλαία των θαυμάτων του Αλέν Ρενέ. Αυτό είναι το πιο σπουδαίο έργο υποκειμενικού ιδεαλισμού στο σινεμά, με κινηματογραφική βάση τόσο γερή, ικανή να μετατρέψει τον σολιψισμό σε μια κατάδυση στον ανελαστικό χρόνο (μια ατελείωτη λούπα), όπου κανείς από τους ανώνυμους πρωταγωνιστές δεν χρειάζεται να αποδείξει ούτε τη σχετική παθητικότητα ούτε την ίδια την ύπαρξή του. Μοντερνιστικό και αισθητικά ασφυκτικό και συμπαγές, γυρισμένο στο σταυροδρόμι ξεκούρασης και κουτσομπολιού της οκνής αριστοκρατίας της Κεντρικής Ευρώπης στις αρχές του εικοστού αιώνα (με την προσθήκη του μεταπολεμικού κυνισμού), το Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ είναι ένα συναρπαστικό φιλμ του φανταστικού, που φέρνει τον άνθρωπο/κλώνο (ως κρίκο μεταξύ της καταρρέουσας ανώτερης τάξης και του ανιαρού μεγαλοαστισμού) αντιμέτωπο με την ευθύνη της δράσης, κοινωνικά απογυμνωμένο, συγκινησιακά άδειο, με συγκεχυμένη ταυτότητα (και μηδενική ταυτοποίηση), δέσμιο στο χάος της μνήμης. Και πόσο υπέροχα, ανήσυχα και μυστηριακά φιλμάρισε ο Ρενέ (ο «διαφορετικός» εκπρόσωπος της ούτως ή άλλως ανομοιογενούς nouvelle vague) το διαβολικών υποστρωμάτων κείμενο του Αλέν Ρομπ Γκριγιέ, ιδρυτή του αντι-μυθιστορήματος! Όχι καφκικά ή οργουελικά αλλά με δυναμική εσωστρέφειας, σαν αμπιγιέ Κόλαση, με φόντο ένα illustration λείψανο. Μια μπαρόκ σπαζοκεφαλιά για δυνατούς λύτες!