Εδώ και μερικά χρόνια ο Φερντινάν βρίσκεται εγκλωβισμένος σε έναν γάμο που τον βοήθησε στην κοινωνική του ανέλιξη, αλλά τον έχει βυθίσει στην ανία. Η τυχαία συνάντησή του με τη Μαριάν Ρενουάρ, έναν παλιό του έρωτα, είναι η αφορμή που έψαχνε για να τα τινάξει όλα στον αέρα και να αποδράσει μαζί της προς άγνωστη κατεύθυνση. Αφού σβήσουν τα ίχνη τους και απομονωθούν σαν σύγχρονοι ναυαγοί, θα εξασφαλίσουν τα προς το ζην με τα πιο απίθανα κόλπα, φτάνοντας μέχρι τον γαλλικό Νότο, εκεί όπου θα γίνει το οριστικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών.

 

«Υπήρξε η Αθηναϊκή Δημοκρατία, η Αναγέννηση και τώρα μπαίνουμε στον πολιτισμό του κώλου» αναφωνεί ένας εγκλωβισμένος Μπελμοντό, πριν απαυδήσει τελείως σε ένα ποζάτο πάρτι, όπου συναντάει τον σκηνοθέτη-φετίχ του Γκοντάρ, τον Σάμιουελ Φούλερ, που με τη σειρά του αποκαλύπτει το έτερο κλειδί του έργου στην ερώτηση του πρωταγωνιστή τι είναι το σινεμά: «ένα πεδίο μάχης, έρωτας, μίσος, δράση, θάνατος, συγκίνηση» διευκρινίζει ο Φούλερ και από κει ξεκινάει το άναρχο ταξίδι του ήρωα Φερντινάν ως τον γαλλικό Νότο, παρέα με την παλιά του αγάπη και σύντροφό του στη μεγάλη απόδραση, τη Μαριάν Ρενουάρ.

 

Η δέκατη ταινία του τοποθετείται μεταξύ του Alphaville και του Masculin Feminin, αλλά κυρίως μεταξύ δύο μεγάλων κοινωνικών εκρήξεων, του νέου κύματος στο σινεμά και του Μάη του ’68, και με αντίστοιχο τρόπο η ουσία της βρίσκεται στον αόρατο χώρο μεταξύ των δύο αναχωρητών που δυναμιτίζουν τη ζωή τους, αναζητώντας έναν έρωτα πολύ κοντά στον θάνατο, με σκοπό να βρουν το νόημα ‒ που δεν θα το βρουν, αλλά εκεί είναι το θέμα! Ανακατασκευάζοντας τους κώδικες του αμερικανικού και του γαλλικού σινεμά, ο Γκοντάρ έκανε μια σατιρική, φυσικά πολιτική κωμωδία, ένα κλείσιμο του ματιού στο σινεμά καισ τον έρωτα, καθώς και μια ιστορία για τη Γαλλία, όπως δήλωσε ο ίδιος, που αμφισβητεί με τη σκέψη της και τη ματιά της όχι μόνο τη σύμβαση και τη συνέπεια αλλά και τους θεσμούς και τις τάξεις ‒ κατά τον Γκοντάρ, η ζωή και η τέχνη είναι δυο αξεδιάλυτα υλικά που αγαπιούνται σαν παθιασμένοι εχθροί.

 

Με σύμμαχους δυο όμορφους ηθοποιούς που αυτοσχεδιάζουν δημιουργικά, ενώ ταυτόχρονα (και παράδοξα) κρέμονται από τα χέρια του αφέντη σκηνοθέτη, που είναι ο μόνος που ελέγχει το αποτέλεσμα αλλά και το πνεύμα της ταινίας, ο Γκοντάρ δεν αφήνει τον θεατή να βαρεθεί, βοηθώντας τον να κατρακυλήσει σε απροσδόκητα περιστατικά, συναντήσεις, λογύδρια, περιπλανήσεις, καβγάδες, αίματα, γέλια και κλάματα. Κι όλα αυτά με τον απαραίτητο επιδειξιομανή στόμφο, το αναπόφευκτο γκονταρικό συντακτικό αλλά και τρυφερότητα, φρεσκάδα και τρέλα που κυμαίνεται από γκανγκστερικό μέχρι μιούζικαλ, και πολλούς ενδιάμεσους σταθμούς, μέχρι την ανατίναξη της μπουχτισμένης, συγχυσμένης κεφαλής του έρημου και λυπημένου κλόουν Πιερό. Κακό παράδειγμα για τους μιμητές ‒ το μοιραίο τίμημα ενός αυθεντικού, πρωτότυπου auteur moderne.