Ο Ρόμπερτ Έγκερς εδραιώθηκε αμέσως με το ντεμπούτο του στο μεταφυσικό, αιθέριο Witch και με τον Φάρο εκτοξεύεται με ένα κολασμένο ντελίριο τρέλας και παράνοιας, γεμάτο μυθολογικές και λογοτεχνικές αναφορές, τερτίπια του μυαλού και παιχνίδια εξουσίας, γοργόνες και σκοτεινά όνειρα, ιδρώτα και θάνατο.

 

Ασπρόμαυρο, σχεδόν τετράγωνο, γυρισμένο σε 35άρι φιλμ, το φαντασματικό horror του 36χρονου σκηνοθέτη λειτουργεί και ως θεατρικό δωματίου, με τους δύο φαροφύλακες, εξαίσια ερμηνευμένους από τον Γουίλεμ Νταφόου και τον Ρόμπερτ Πάτινσον, εγκλωβισμένους σε ένα ανελέητο κυνήγι με τον χρόνο και την άγρια φύση, σε μια κοπιώδη κατάβαση στον Άδη χωρίς επιστροφή.

 

Έργο δύο προσώπων με δύο όψεις, ο Φάρος ξεκινά ως παραλλαγή του Έντγκαρ Άλαν Πόε και ουσιαστικά εικονογραφεί μελανά τον Χέρμαν Μέλβιλ και τον Ρόμπερτ Λιούις Στίβενσον, προσηλωμένο σταθερά σε έναν σισύφειο διάλογο ανάμεσα στον ψαρωμένο Εφρέμ και στον μπαρουτοκαπνισμένο Τόμας.

 

Εικαστικά, το κιαροσκούρο του Έγκερς προσθέτει συνεχώς ατμόσφαιρα στη μινιμαλιστική πλοκή (υποψηφιότητα για Όσκαρ Φωτογραφίας στον Γιάριν Μπλάσκε), την ίδια στιγμή που ο πεισματάρης, σαδιστής Νταφόου προκαλεί τον νεαρό βοηθό του σε μια εξέλιξη ανοιχτή και ανατρεπτική.

 

Έργο δύο προσώπων με δύο όψεις, ο Φάρος ξεκινά ως παραλλαγή του Έντγκαρ Άλαν Πόε και ουσιαστικά εικονογραφεί μελανά τον Χέρμαν Μέλβιλ και τον Ρόμπερτ Λιούις Στίβενσον, προσηλωμένο σταθερά σε έναν σισύφειο διάλογο ανάμεσα στον ψαρωμένο Εφρέμ και στον μπαρουτοκαπνισμένο Τόμας. Το ξύπνημα στον εφιάλτη μοιάζει δίχως αύριο, πνιγμένο στην ένταση και τα σύμβολα, από τον φαλλικό φάρο ως την απόκοσμη γοργόνα, τεστάροντας ανδρισμό και αντοχές με ρόλους που εναλλάσσονται και παραισθήσεις που διαδέχονται η μία την άλλη.

 

Η ταινία έκλεψε την παράσταση στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών στο Φεστιβάλ Καννών και η απουσία της από τις κατηγορίες του α' και β' ανδρικού ρόλου, καθώς και της σκηνοθεσίας στα Όσκαρ είναι η κρουστή απόδειξη πως φέτος η Ακαδημία παρέβλεψε μια σημαντική περιοχή του ανεξάρτητου, ανερχόμενου σινεμά.