Η μεγάλη τύχη της Πάμελα Άντερσον είναι ο ίδιος ο ρόλος της Σέλι, της 50άρας και βάλε χορεύτριας στο Λας Βέγκας, δώρο ζωής από την Τζία Κόπολα σε μια ηθοποιό που έγινε πασίγνωστη ως εμβληματική και μονοδιάστατη ναυαγοσώστρια στο «Baywatch» και δεν έχει τίποτε αξιομνημόνευτο να επιδείξει στην καριέρα της έκτοτε – άλλωστε και η ίδια το είχε πάρει απόφαση να αποσυρθεί στον Καναδά, στον κήπο, στις συνταγές της και στα απομνημονεύματά της, σίγουρη πως το Χόλιγουντ με την ευρεία έννοια δεν έχει άλλες ευκαιρίες να της προσφέρει. Από την άλλη, η σχετική ατυχία της ήταν ότι το μεγάλο comeback της χρονιάς ανήκει επισήμως στην Ντεμί Μουρ, που κάνει ένα πολύ πιο ζουμερό και κινηματογραφικά πολύπλευρο show στο Substance. Δεν χωρούσαν και οι δύο στην πεντάδα των Όσκαρ, αν και η Άντερσον μάζεψε μερικές υποψηφιότητες σε άλλα βραβεία της σεζόν, χάνοντας πρόσφατα από την 62χρονη συνάδελφό της στα SAG Awards. Η Σέλι της Κόπολα δεν είναι απλώς ένα showgirl που βλέπει τον μικρόκοσμό της να καταρρέει όταν ο μάνατζέρ της, ο Έντι, με τον οποίο έχει ιδιαίτερη σχέση, ανακοινώνει στα κορίτσια πως το πρόγραμμα, το τελευταίο του είδους στα ξενοδοχεία, παραχωρεί τη θέση του σε ένα «νεομπουρλέσκ» τσίρκο-ειρωνεία – σημείο των καιρών και ταυτόχρονα σκληρή υπενθύμιση πως τίποτα δεν μένει αιωνίως στη θέση του.
Το Le Razzle Dazzle διασκέδαζε το κοινό του Βέγκας επί τρεις δεκαετίες και πλέον οι παραστάσεις μειώνονται, οι αμοιβές το ίδιο, και το μέλλον προδιαγράφεται δυσοίωνο για τις χορεύτριες. Η μεγαλύτερη από τις φίλες, η Ανέτ (Τζέιμι Λι Κέρτις, καταπληκτική, ειδικά στη μοναχική χορευτική της ερμηνεία του Total Eclipse), είχε εκδιωχθεί πριν από χρόνια, αλλά διέθετε την τραχύτητα να εκλογικεύσει το αναπόφευκτο, περνώντας έγκαιρα και αναίμακτα στο πόστο της σερβιτόρας στα καζίνο, χαρούμενη που μπορεί και μεθάει αδέσμευτη, χωρίς την πίεση και το άγχος του ανταγωνισμού. «Προφανώς σε προσέλαβαν παλιά γιατί ήσουν νέα και σέξι», αναγκάζεται να ομολογήσει ένας νεότερος παραγωγός, όταν η Σέλι τον πιέζει να της εξηγήσει για ποιον λόγο δεν την αφήνει να ολοκληρώσει τον χορό της σε μια οντισιόν. Με τον καιρό έχει μάθει τις παραλλαγές, γνωρίζει πώς να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις και, αντίθετα από την πλειοψηφία των συναδέλφων της, δεν υποτιμά καθόλου το είδος που υπηρετεί, βρίσκοντας κομψότητα και class επιπέδου «Vogue» στο συχνά παρεξηγημένο ως ελαφρύ show διασκέδασης – στο παρελθόν είχε δοκιμάσει στο Broadway, αλλά της έλειπε η συγκεκριμένη απόλαυση στην πίστα.
Η Σέλι είναι θεματοφύλακας και νοσταλγός: την ίδια στιγμή που τα συναισθήματα, τα δικά της και των υπολοίπων, κορυφώνονται μπροστά στο τέλος μιας εποχής, εκείνη προβάρει τα βήματα στον ελεύθερο χρόνο της, στενοχωριέται ειλικρινά όταν δεν ανταποκρίνεται απολύτως στα υψηλά της στάνταρ και δείχνει πως η απόλυτη προτεραιότητά της είναι αυτό ακριβώς που απειλούν να της στερήσουν. Κι ενώ η Πάμελα Άντερσον αφοσιώνεται στην ευαλωτότητα της Σέλι, σαν vintage πορσελάνη πιο ανθεκτική απ’ όσο αφήνει να εννοηθεί η αρχική της αντίδραση στα κακά μαντάτα, η ταινία (μεταφορά του θεατρικού της Κέιτ Γκέρστεν A body of work από την ίδια) αναλώνεται σε ένα τυπικό και σχηματικό μελόδραμα που η Τζία Κόπολα, εγγονή του Φράνσις Φορντ, γεμίζει με τους χαρακτήρες και τα προβλήματά τους, αποσπώντας από το πραγματικό ενδιαφέρον που προκαλούν οι περιπτώσεις της Σέλι και της Ανέτ.
Η δουλειά στα κοστούμια από τη μητέρα της Κόπολα, ενδυματολόγο Τζακλίν ΛαΦοντέν Γκετί, πάνω στα πρωτότυπα, αρχειακά κομμάτια του βασιλιά του στρας, τρις υποψήφιου για Όσκαρ Μπομπ Μάκι (και του θρυλικού του show, Jubilee), είναι το εντυπωσιακότερο στοιχείο της ταινίας, συνδέοντας απευθείας την ψυχή της παράστασης με τον απόηχο μιας ολόκληρης εποχής, την επιτυχημένη μείξη της αυθεντικής γαλλικής revue με τη φανταχτερή εκδοχή του από τους επιγόνους των ’60s και ’70s στο Λας Βέγκας. Το ότι δεν προτάθηκε για Όσκαρ, όπως και το τραγούδι «Beautiful that way» του Άντριου Γoυάιατ με τη Μάιλι Σάιρους, έναντι εκείνων των Νταϊάν Γουόρεν και Έλτον Τζον, αξιολησμόνητων από την πρώτη τους ακρόαση, είναι...
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0