Η Φράνσις και ο Τζον, ένας διαβόητος, ημισυνταξιοδοτημένος κλέφτης κοσμημάτων και μια πανέμορφη, ανυπόμονη κληρονόμος που βαριέται την καλή κοινωνία και ελπίζει στην αναπάντεχη αναστάτωση, σε ένα ρομαντικό θρίλερ του Άλφρεντ Χίτσκοκ στην Κυανή Ακτή δεν θα μπορούσαν να είναι κάτι άλλο παρά οι πρωταγωνιστές μιας ερωτικά φορτισμένης περιπέτειας με απροσμέτρητη γοητεία και αλλεπάλληλες μεταφορές.

 

Τα διαμάντια και ο κίνδυνος υποκαθιστούν το σεξ που ως συνήθως εκκρεμεί και χρωματίζει τον διάλογο με μεθυστικά υπονοούμενα ‒ σαν υπόσχεση και απειλή ανάμεσα στις γραμμές και κατά τη διάρκεια των ελικοειδών διαδρομών με την απαράμιλλη διθέσια Alpine στα υψώματα της γαλλικής Ριβιέρας, εκεί όπου η Γκρέις Κέλι έχασε τη ζωή της χρόνια αργότερα. Το σασπένς δεν είναι το δυνατό χαρτί στο Κυνήγι του κλέφτη: η κραυγή του σοκ στην αρχή δεν προέρχεται από δολοφονία αλλά από κλοπή.

 

Ωστόσο, η ταινία του 1955, η πιο κομψά μονταρισμένη σε σχέση με τα δυναμικά «κοψίματα» του Τζορτζ Τομασίνι, είναι τόσο όμορφη που, πίσω από την τελειότητα του τοπίου και των σκηνικών, το σαρωτικά φωτογενές οσκαρικό Vistavision του Ρόμπερτ Μπερκς στη φωτογραφία και τα εντυπωσιακά φορέματα της Ίντιθ Χεντ, ο θεατής καλείται να διακρίνει τον διάχυτο κυνισμό και τη διφορούμενη συμπεριφορά των ηθοποιών.

 

«Μοιάζεις με Αμερικανό ηθοποιό σε αγγλική ταινία» λέει η Αμερικανίδα Κέλι στον Βρετανό με τη χαρακτηριστικά απροσδιόριστη προφορά Κάρι Γκραντ κι εμείς φανταζόμαστε τον Χίτσκοκ να μειδιά νοερά πίσω από την κάμερα, τσεκάροντας πόση ανασφάλεια και αμφιβολία μπορούν να προβάλουν στο κοινό οι δύο πιο σαγηνευτικοί σταρ της εποχής.