Η «άλλη» ιρλανδική ταινία της οσκαρικής χρονιάς, μαζί με τα Πνεύματα του Ινισέριν, που τιμήθηκε με το grand prix του Generation Kplus στο περσινό Φεστιβάλ Βερολίνου και είναι υποψήφια στην πεντάδα της κατηγορίας του Διεθνούς Φιλμ και μία από τις μεγάλες εκπλήξεις στα βραβεία, αν σκεφτεί κανείς πως προφανώς εκτόπισε παραδοσιακά παρούσες χώρες και σπουδαίους σκηνοθέτες, όπως ο Παρκ Τσαν Γουκ, είναι το Ήσυχο Κορίτσι, μια τρυφερή απόλαυση, τόσο μακριά από την τεχνητή αναμόχλευση της ιστορικής και προσωπικής μνήμης του Κένεθ Μπράνα στο Μπέλφαστ, που απαιτεί λίγη υπομονή από τον θεατή για να προσαρμοστεί στη βουκολική καθημερινότητα και στον ανθρώπινο, θερινό ρυθμό της για να τον δικαιώσει γενναιόδωρα στο συγκινητικό φινάλε.

 

Το ήσυχο κορίτσι του τίτλου είναι η Κάιτ, η μεσαία από τα πέντε παιδιά μιας οικογένειας, αφηρημένη και ντροπαλή στο σχολείο, περισσευούμενη και αόρατη ακόμη και στο σπίτι της, παραγκωνισμένη από τις μεγαλύτερες αδελφές της και τους συμμαθητές, φορτίο που πρέπει να αποφασίσουν τι θα το κάνουν η μονίμως μπουχτισμένη, και πάλι έγκυος, μητέρα της και ο μέθυσος, οξύθυμος, απογοητευμένος από τη στενή προοπτική πατέρας της. Είναι «καλή σαν το χρυσάφι» λένε όσοι τη γνωρίζουν, κάτι που οι δικοί της δεν έχουν τον χρόνο να διακρίνουν, καθώς παρατηρούν μόνο τις ατέλειές της και την κρίνουν πρόχειρα και άδικα. Την παραχωρούν για μερικούς μήνες στην εξαδέλφη της μητέρας της και στον ευγενικό σύζυγό της, ένα άτεκνο ζευγάρι που ζει επίσης στην εξοχή, κι εκεί η μικρή ξεθαρρεύει μετά την αρχική της αμηχανία.

 

Χωρίς θεαματικές κινήσεις, η διαφορά αντιμετώπισης που συναντά είναι γι’ αυτήν σχεδόν σοκαριστική: ενώ θα περίμενε κανείς πως θα πέσει στα χέρια κακοποιητικών κηδεμόνων ή τουλάχιστον εξίσου αμελών ενηλίκων, ανθεί από μια συμπεριφορά που μοιάζει ύποπτα παραμυθένια στα αγνά, φοβισμένα της μάτια. «Πάλι έκλαψαν τα σεντόνια», της εξηγεί αυθόρμητα η θεία της, αποφεύγοντας την οπτική επαφή, για να μην επιτείνει την ντροπή της, όταν ξυπνά και πάλι βρεγμένη, μια συνήθεια που μεταφέρει από το πατρικό της. Λιγομίλητη, εξαιρετικά παρατηρητική, η εξοστρακισμένη εννιάχρονη σχολιάζει κάτι μόνο όταν το βρίσκει απολύτως απαραίτητο και μαθαίνει τι έχει συμβεί στο σπίτι των συγγενών της από μια φλύαρη γειτόνισσα. Η βαριά σκιά που πλανάται στο καινούργιο της περιβάλλον αποκτά νόημα και η μικρή, που κάτι έχει υποψιαστεί, αλλά δεν είναι σε θέση να εντοπίσει, δείχνει από ένα σημείο κι έπειτα να παρακολουθεί πιο οργανικά το ράθυμο τέμπο της καλοκαιρινής της ρουτίνας, όπως και ο νεοφερμένος σκηνοθέτης Κάλουμ Μπερέιντ, ο οποίος φιλοτεχνεί το πειστικότατο πορτρέτο της συναισθηματικής ενηλικίωσης της Κάιτ με ανθρώπινα υλικά και προσοχή στις λεπτομέρειες.

 

Η ταινία ομιλεί τη «νεκρή» ιρλανδική γλώσσα, πασπαλισμένη με ελάχιστα αγγλικά, που ακούγονται κυρίως από τις ειδήσεις στην τηλεόραση και από σκόρπιες, εμβόλιμες φράσεις στις κουβέντες των χαρακτήρων, και ο Μπερέιντ φροντίζει να αποκλείσει εντελώς τα ανεπιθύμητα κλισέ των μυθικών ξωτικών και των πράσινων κάμπων, καθώς και το ντόπιο φολκλόρ, εντάσσοντας τα στοιχεία που συναποτελούν το ιρλανδικό ιδίωμα στο φόντο της λιτής δράσης και του φυσικού σκηνικού, χωρίς έμφαση ή ιδιαίτερες αναφορές στις Ταραχές, στις απεργίες και στις πολιτικές αντάρες του 1981 σε μια πλοκή που ούτως ή άλλως δεν τα έχει ανάγκη ‒ αρκεί η αδιαπραγμάτευτη φτώχεια και ο διάχυτος εκνευρισμός. Το αγγελικό πρόσωπο της 12χρονης Κάθριν Κλιντς καθρεφτίζει την καθαρότητα κάθε χειρονομίας με δέος και ευγνωμοσύνη, αποκαλυπτικά, εκλαμβάνοντας κάθε στιγμή ως εμπειρία ή ως μοναδικό δώρο, είτε πρόκειται για επαναλαμβανόμενη αγγαρεία είτε για το σπάνιο άγγιγμα που δεν έχει ακόμη γευθεί.