Τίποτε δεν λειτουργεί σωστά ή χαρούμενα στη ζωή της 40άρας καθηγήτριας Λινγκ. Διδάσκει κινέζικα σε μια τάξη αρρένων, σε ένα σχολείο που σνομπάρει τη γλώσσα έναντι των μαθηματικών και των φυσικών επιστημών ‒ «κινέζικα είναι, πώς κάνετε έτσι;» της λέει κάποια στιγμή ο προϊστάμενός της με έκδηλη συγκατάβαση. Ο σύζυγός της δεν της δίνει ιδιαίτερη σημασία. Έχει προσπαθήσει πολλάκις να συλλάβει με τεχνητή γονιμοποίηση κι εκείνος δεν μπαίνει καν στον κόπο να τη συνοδεύσει στο γιατρό, γεννώντας της βάσιμες υποψίες πως την απατά. Επιπλέον, φροντίζει αγόγγυστα τον κλινήρη πεθερό της και παρίσταται στα baby showers της νύφης της.

 

Άνθρωπος του καθήκοντος, η Λινγκ κάνει καλά τη δουλειά της, ακόμη και όταν τα πλούσια λυκειόπαιδα που παρακολουθούν το μάθημά της περί άλλα τυρβάζουν, εκτός από τον Γουέι Λαν, ο οποίος μελετά φιλότιμα, εν μέρει επειδή ο πατέρας του, που λείπει σταθερά από το σπίτι, τον έχει υποχρεώσει να μάθει καλά μανδαρίνικα και βασικά διότι είναι τσιμπημένος με τη μελαγχολική, όμορφη καθηγήτριά του.

 

Ο δεσμός που αναπτύσσεται μέσα από τα ιδιαίτερα μαθήματα και τη φυσική κλίση της Λινγκ προς τη συμπόνια ή το έστω και μικρό, αν και αυθεντικό με τον τρόπο του, ενδιαφέρον που της δείχνει ο ορμητικός μαθητής της είναι απαγορευμένος όχι μόνο γιατί το ήθος της δεν της το επιτρέπει αλλά και λόγω των συνθηκών της συγκεχυμένης κουλτούρας της Σιγκαπούρης. Η Λινγκ κατάγεται από τη Μαλαισία και ζορίζεται σε μια χώρα που, ευγενικά, τη θεωρεί ξένη. Σε προσωπικό επίπεδο ζορίζεται με τον σύζυγο που την παραμελεί και ανησυχεί για τις αναταραχές στη χώρα προέλευσής της, καθώς και για τη μάνα που άφησε πίσω. Κοινωνικά, νιώθει παρακατιανή σε μια ευρύτερη κοινότητα που μεγαλοπιάνεται με οτιδήποτε αγγλόφωνο, από τις καθημερινές κουβέντες (ενώ εκείνη επιμένει να απαντά στα κινέζικα) μέχρι το πόστερ του Κουνγκ Φου Πάντα στο δωμάτιο του μαθητή της.

 

Η προσέγγιση της προβληματισμένης 40άρας και του απασχολημένου με τον δικό του κόσμο πρωτάρη δίνεται με ειλικρίνεια από τον σκηνοθέτη Άντονι Τσεν, που στη δεύτερη ταινία του μετά το βραβευμένο με Χρυσή Κάμερα στις Κάννες ντεμπούτο του Ίλο Ίλο, μετατοπίζει αθόρυβα το εσωστρεφές δράμα της Λινγκ στο ευρύτερο δράμα μιας γυναίκας εντελώς υποτιμημένης σε μια δυτικότροπη χώρα με πολιτειακές ιδιαιτερότητες, που κουβαλά πολλά απωθημένα ήπιας κατάκτησης και πολιτισμικών συγκρούσεων.

 

Η Εποχή της Βροχής, που διαδραματίζεται στην κλιματική παρένθεση των μουσώνων (χαρακτηριστική επωδός σε κινηματογραφικές σχέσεις που συμβολικά και κυριολεκτικά δοκιμάζονται), είναι μια έντεχνη πραγματεία για πολλαπλές αγεφύρωτες διαφορές, σοβαρή και εγκρατής, χωρίς εξάρσεις, αλλά με διείσδυση στους χαρακτήρες και ευαισθησία που προσπερνά τα εύκολα σχήματα.