Η ζωή του κυρίου Σλιμάν Μπεϊζί εισέρχεται σε μια κρίσιμη καμπή. Βλέπει τους κόπους του να γκρεμίζονται. Πάντα ήταν τυπικός στις υποχρεώσεις του, αλλά τα πράγματα έχουν αλλάξει. Ως υπάλληλος στα ναυπηγεία δεν μπορεί πλέον να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις της δουλειάς. Απολύεται και κλείνεται στις σκέψεις του. Ως πατέρας υστερεί. Νιώθει αποτυχημένος και μόνος. Έχει χωρίσει από τη σύζυγό του και διατηρεί σχέση με μια περήφανη, αυτοδημιούργητη γυναίκα που έχει δικό της ξενοδοχείο. Το όνειρο μιας ζωής, να ανοίξει εστιατόριο, βρίσκει πολλά εμπόδια. Τα παιδιά του τον αγαπάνε, αλλά δεν συμπάσχουν ακριβώς με το σιωπηλό του δράμα. Μόνο η κόρη της φιλενάδας του, μια καπάτσα και πρακτική κοπέλα, προθυμοποιείται να του σταθεί στον γραφειοκρατικό γολγοθά για την άδεια της επιχείρησης που θέλει να στήσει (ένα πλωτό εστιατόριο με σπεσιαλιτέ το καταπληκτικό κους κους με ψάρι που φτιάχνει η πρώην γυναίκα του). Στο τελικό στάδιο, εκεί που όλα πρέπει να λειτουργήσουν στην εντέλεια και οι σημαντικοί πελάτες που θα του δώσουν το πράσινο φως ανάλογα με την ποιότητα που θα παρουσιάσει να ικανοποιηθούν, τα πράγματα μπερδεύονται ή, αν θέλετε, οι σχέσεις αποκαλύπτονται έντονα και οριστικά. Οι προθέσεις γίνονται πράξεις και οι χαρακτήρες έρχονται στο φως, με κάθε τίμημα.

Μια ταινία όμως δεν κρίνεται μόνο από το τέλος της (που είναι αξέχαστα διονυσιακό και τραγικό συνάμα) ή από τις επιμέρους σκηνές, που είναι ευρύχωρα μονταρισμένες και μεστές. Το Κους κους με φρέσκο ψάριείναι μια ολοκληρωμένη και απολαυστική δουλειά του Κεσίς για την οδυνηρή επίτευξη ενός στόχου, φτιαγμένη από έναν άνθρωπο που φέρει τους ρυθμούς της Τυνησίας, αλλά γνωρίζει τι σημαίνει να ζεις σε έναν Δυτικό πολιτισμό, όπως αυτόν της Γαλλίας. Παρ' όλο που ο Νότος είναι φιλικός με το ανατολικό-μεσογειακό ραχάτι και τη νωχελική φιλοσοφία της ζωής, οι απαιτήσεις δεν παύουν να οφείλουν να προσαρμοστούν σε μια εποχή που το αυτονόητο, η νοστιμιά του κους κους, η ηθική πέρα από τη λογιστική απόδειξή της, η αγάπη και η πίστη έχουν ξεθωριάσει ακόμη και στο μυαλό εκείνων που την κουβαλάνε στο αίμα τους. Η όψη του Μπεϊζί προδίδει την πικρία του: Γιατί να πρέπει να λογοδοτήσει για το μόχθο του; Για ποιο λόγο φτάνει στην πρόωρη συνταξιοδότηση χωρίς κανείς να πιστεύει πραγματικά πως το όνειρό του είναι εφικτό; Το ανάγλυφο παράπονό του, το μόνιμο βάρος, η τεχνητή παραίτησή του, δεν προλαβαίνουν να γίνουν αντιληπτές, και ο Κεσίς εκμεταλλεύεται τη μαγική δύναμη μιας πολύ απλής σκηνής, του οικογενειακού γεύματος, για να εισάγει την καθαρή ματιά των ταλαιπωρημένων σχέσεων. Η γεύση έχει μνήμη και αν πολλοί λόγοι μας αποτρέπουν από την πλήρη χαρά που μας προσφέρει, τότε η δυναμική των προσώπων που επιστρέφουν στην πιο μεγαλειώδη καθημερινή ηδονή τους μιλάει από μόνη της και αποκαθιστά την τάξη.

Το σενάριο του Κεσίς είναι κάτι μοναδικό. Μέσα από μια ιστορία πολλών χαρακτήρων, μιλάει για την έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας ανάμεσα σε δυο πολύ κοντινές γενιές, την αλλοτρίωσή τους τη στιγμή που πεισματικά και μπάσταρδα κρατούν τις παραδόσεις και αντιστέκονται χωρίς να έχουν βρει την εναλλακτική διαφυγή, για τα σκαλώματα που κληρονομούν από τον δύσκαμπτο μουσουλμανισμό, για τα προσωπικά κόμπλεξ, τις μικρές έριδες και τις μεγάλες υστερίες.

Πιο βασανισμένη αλλά και λυτρωτική είναι η νεαρή Ριμ, το κλειδί για την εξέλιξη του έργου, η κοπέλα που βρίσκεται παγιδευμένη ανάμεσα στην αυτονομημένη μάνα της (μια κατεστραμμένη νικήτρια αλλά όχι και ευτυχισμένη γυναίκα) και τον Σλιμάν της παλιάς φρουράς του Μαγκρέμπ, αλλά και την κρυφή της επιθυμία πως η ραγδαία απελευθέρωση των γυναικών με αραβικό αίμα δεν θα ακυρώσει την αρσενική αξιοπρέπεια - η συνάντησή της στο γραφείο των δανείων με μια κλασική Γαλλίδα, παρουσία του παθητικού και μοιρολάτρη Σλιμάν, τα λέει όλα. Το στοίχημά της είναι ευγενές και προσοδοφόρο. Έχει τη φρεσκάδα του ψαριού που πρέπει να προστεθεί στο πληγούρι για να δέσει η συνταγή. Φέρνει την ισορροπία για να λειτουργήσει ένα μωσαϊκό που δείχνει να μη δένει με τίποτε. Και ενώ όλο αυτό το πακέτο διαθέτει τη στόφα μιας καραμπινάτης τραγωδίας, ο Κεσίς συγχρονίζει τα πιάτα του με σεβασμό στο χρόνο και το ετερόκλητο της υπόθεσης. Και το χιούμορ, και το κουτσομπολιό και το σασπένς και ο θάνατος έχουν θέση σε μια ταινία που κάποιοι ξένοι κριτικοί κατηγόρησαν άδικα ως ξεχειλωμένη. Η δομή της είναι σοφή και το αποτέλεσμα τη δικαιώνει μέχρι το τέρμα.

Όπως και με το Esquive, ο Κεσίς σάρωσε στις μεγάλες κατηγορίες των Σεζάρ (ταινία, σκηνοθεσία και σενάριο), απέναντι σε αβανταδόρικες και διαφημισμένες ταινίες όπως το Σκάφανδρο και η Πεταλούδα, το Ζωή σαν Τριαντάφυλλοκαι το Μυστικό, και η νεαρή Χερζί πήρε το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενης ηθοποιού. Μετά το Δείπνο της Μπαμπέτ, αυτό είναι το έργο με την πιο οργανική χρήση φαγητού στους μηχανισμούς μιας ταινίας και ευτυχώς δεν μένει στην παρασκευή, αλλά πετυχαίνει σε μια μακριά και απολαυστική επίγευση. Και όπως ίσως γνωρίζουμε, η ευτυχία, όπως και η κινηματογραφική νοστιμιά, δεν έρχονται μόνο με γέλια και χαρές.