Οι κινηματογραφίες χωρίς βιομηχανία, με την εθνική πολιτική πέριξ του κινηματογράφου σε πλήρη αμηχανία, σαν τους πνιγμένους πιάνονται από τα μαλλιά τους και παράγουν ταινίες από την ιστορία και τις ρίζες τους. Περιέργως πώς, με την άσπονδη φίλη Γερμανία παρουσιάζουμε κοινά κινηματογραφικά συμπτώματα. Αν θυμηθούμε τις πρόσφατες επιτυχίες όπως το Goodbye Lenin, τη Σόφι Σολ και την Πτώση (και τις συγκρίνουμε με τις Νύφες και την Πολίτικη Κουζίνα σε εγχώριο βεληνεκές), τα γιγαντιαία παθήματα μετατράπηκαν σε παραδείγματα προς μίμηση. Οι Ζωές των Άλλων χρειάστηκαν 4 χρόνια προετοιμασίας από την πλευρά τού –πρωτάρη αλλά θαυματουργού– Φλόριαν Χένκελ φον Ντόνερσμαρκ για να πραγματοποιηθούν. Μελέτησε άπειρους φακέλους και όλη τη σχετική φιλολογία για το ανίερο «Βατικανό» που είχε στήσει η Στάζι στην Ανατολική Γερμανία – 100 χιλιάδες υπάλληλοι και 200 χιλιάδες πληροφοριοδότες. Αντίθετα με τη φοβερή Συνομιλία του Κόπολα, δεν χρειάστηκε να καταφύγει σε εσωστρεφή τρικυμία για να περιγράψει την παράνοια. Το καθεστώς παρακολούθησης στην –κατ’ ευφημισμόν– Λαϊκή Δημοκρατία ήταν μια κανονικότητα, και άπαντες είχαν μάθει να μη λένε καν την προσευχή τους, από φόβο μήπως ο κοριός βρισκόταν στο κεφάλι τους. Ένας πολίτης υπεράνω πάσης υποψίας, ο πιο τιμημένος και δημοφιλής θεατρικός συγγραφέας –που πίστευε στο ιδεώδες αλλά και την εφαρμογή του κομμουνισμού στη χώρα του– κίνησε το ηδονοβλεπτικό ενδιαφέρον ενός λοχαγού, ο οποίος προθυμοποιήθηκε να τον αφουγκρασθεί νυχθημερόν με πάσης φύσεως κοριούς, ακριβώς γιατί δεν μπορούσε να χωνέψει τη στρογγυλεμένη και άνετη υποταγή του στο καθεστώς. Την ίδια στιγμή που ο παρακολουθών γοητευόταν από την ειλικρίνεια του «άγιου» λόγιου, ο συγγραφέας λύγισε μπροστά στην αυτοκτονία ενός απογοητευμένου φίλου και συναδέλφου του, και στο γεγονός ότι η χώρα έθαβε συστηματικά το υψηλότατο ποσοστό αυτοχείρων. Καταλύτης στην κρυφή σχέση των δύο ανδρών είναι μια γυναίκα, η όμορφη σύντροφος του συγγραφέα – προβεβλημένη ηθοποιός, εξαρτημένη από παράνομα φάρμακα και κατά καιρούς ερωμένη με το ζόρι ενός υψηλόβαθμου καθεστωτικού. Η συνειδητοποίηση από την πλευρά του λοχαγού ότι η ωραία του πατρίδα μυρίζει ολοένα και περισσότερο σκατά, τον φέρνει σε συμμαχική θέση με τους αντιφρονούντες που προσπαθούν να περάσουν ένα κρίσιμο κείμενο στη Δύση, αλλά πάλι αυτός ήταν που πρόλαβε να υποδείξει τον «υπεράνω» ως ένοχο και, προσωρινά απαλλαγμένος από τυχόν αμφισβητήσεις, παραχαράσσει τα πρακτικά των απόρρητων συνομιλιών. Ο Ντόνερσμαρκ απαντάει σε ένα βάρβαρο καθεστώς με μια ιστορία χαρακτήρων, και μεγιστοποιεί το μέγεθος και τον αντίκτυπο της συλλογικής αμαρτίας. Η αφηγηματική του τεχνική και η δύναμή του θυμίζουν τον Σλέντορφ του Ταμπούρλου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν φέρνει έναν προσωπικό κόσμο με πολλές λεπτομέρειες, χαρισματικά λιτή κινηματογράφηση και ιδιαίτερη ευθύνη. Φαίνεται σαν χτύπημα κάτω από τη μέση να τα βάζεις με ένα τόσο ομόφωνα αντιπαθές καθεστώς, αλλά κάποιος πρέπει να κάνει τη βρομοδουλειά – ειδικά όταν κανείς δεν τολμούσε να εναντιωθεί την ώρα που έπρεπε. Κι όμως, δεν βγάζει εκδικητικότητα. Είναι άσος στο να μοιράζει την τράπουλα προς κάθε κατεύθυνση και εντυπωσιάζει με την άνεση στην εισαγωγή και την εξέλιξη της ιστορίας, καθώς και με τον συσχετισμό των τριών χαρακτήρων με τον ευρύτερο περίγυρό τους. Ο Μούχε (ο χαφιές) είναι Θεός και η Γκέντελ, στο ρόλο της ηθοποιού που χτυπάει σαν την παρεξηγημένη καρδιά του φιλμ, είναι μεγάλη ερμηνεύτρια. Καλλιτέχνες, μαζί με τον Ντόνερσμαρκ, να τους προσμένεις.