Η Χώρα Προέλευσης είναι μια πολυεπίπεδη σπουδή της νεοελληνικής κοινωνίας με αφορμή μια παλιά ενδοοικογενειακή υιοθεσία και κορμό τον Εθνικό μας Ύμνο, όπως τον διδάσκει κατά τη διάρκεια της ταινίας μια από τις ηρωίδες (η Αμαλία Μουτούση) στην τάξη της. Σαν σπιράλ ανελίσσεται το παζλ μιας οικογένειας που σπαράσσεται από απωθημένα και άκρατη οργή. Τις υποψίες αιμομιξίας και ψυχικής ασθένειας δεν τις επιβεβαιώνει ο Σύλλας Τζουμέρκας, ο οποίος μας κρατά (ηθελημένα πιστεύω) σε μια συγχυτική απόσταση από την ταύτιση αλλά και την ειλικρινή κατανόηση των μελών αυτής της μπερδεμένης φαμίλιας, στις παρυφές των πρόσφατων έκρυθμων γεγονότων στους δρόμους της Ελλάδας. Το κάνει με μανιακά κοντινά πλάνα που ερμηνεύουν την αβεβαιότητα και ψάχνουν το ψέμα.

Ο συσχετισμός της αγριάδας του ποιήματος του Σολωμού με το ελληνικό θυμικό είναι, εκτός από πρωτότυπη ιδέα, εξαιρετικά καίριος και φρέσκος - τη στιγμή που τόσα έργα ανάγονται στην αρχαία ελληνική τραγωδία, επιτέλους ένα κομμάτι ζωής και μνήμης, πολύ πιο κοντινό και απτό στον τόπο που βράζει από νεύρα και υποκρισία. Λόγω της «στενής» κινηματογράφησης που συνεπάγεται απουσία εγκατάστασης των χαρακτήρων στον χώρο και τον χρόνο (υπερβολικά τα φλασμπάκ), το εγχείρημα είναι πιο συγκρουσιακό παρά διαφωτιστικό.

Κι επειδή η κάθαρση δεν συνεπάγεται λύση, η εξαιρετικά φιλόδοξη Χώρα Προέλευσης, που ευτυχώς δεν ταυτίζεται με την πατρίδα, παρασύρεται σαν ορμητικός συρμός από την πληθώρα των καταστάσεων που θίγει και τα φλασμπάκ με τα οποία επιλέγει να ανασυνθέσει το υλικό της. Οι ερμηνείες είναι υψηλού επιπέδου: η Μουτούση αιωρείται θαρραλέα πάνω από τις λέξεις, ο Σαμαράς κάνει θαύματα με την κίνηση και το βλέμμα (αν και χρειαζόταν σωστότερη σκηνοθετική κατεύθυνση στη φωνή του) και η Τσιριγκούλη, σπουδαία ηθοποιός και η μόνη που πείθει στις χρονικές ακροβασίες της ταινίας, είναι η ψυχή της ταινίας